1. Πρέπει να σου πω, ότι ο θείος σου, ήταν ομιλητής σε μια παρουσίαση ενός βιβλίου μου, στα Χανιά πριν τρία χρόνια. Μικρός ο κόσμος… Εσύ πώς βρέθηκες στο Παρίσι?
Θα μπορούσε κάποιος να πει, «ω τι σύμπτωση», αλλά δεν πιστεύω στις συμπτώσεις, πιστεύω στα… ραντεβού! Ότι δηλαδή δημιουργούνται, σε βάθος χρόνου, οι συνθήκες για κάποιους ανθρώπους να συναντηθούν, κάπου και κάποτε και να κάνουν πράγματα μαζί. Επομένως η δική μας συνάντηση δεν είναι επειδή ο κόσμος είναι μικρός, αλλά επειδή κάτι μας έφερε μαζί, κάτι προκάλεσε αυτή τη γνωριμία! Και χαίρομαι ιδιαίτερα, γιατί μας ενώνουν πολλά, κι ιδιαίτερα το Παρίσι. Για μένα, το Παρίσι έγινε απ’ τα 20 μου ένας αγαπημένος προορισμός διακοπών. Όποτε είχα χρόνο το επισκεπτόμουν για λίγο, για να ρουφήξω απ’ την ομορφιά και την ενέργειά του. Όταν λοιπόν στα 30 αποφάσισα ότι θέλω ν’ αλλάξω ζωή, ν’ αλλάξω χώρα, ν’ αλλάξω γενικά, το Παρίσι ήταν η λύση. Είχα ως αφορμή ένα διδακτορικό στην εγκληματολογία, το οποίο δεν τέλειωσα ποτέ—γιατί ξεκίνησα να γράφω άλλα πράγματα. Ήθελα αρχικά να δω αν η πόλη αυτή την οποία που είχα ως περιστασιακή ερωμένη θα μπορούσε να γίνει μόνιμη σύντροφος. Γιατί άλλο να είσαι τουρίστας, άλλο να είσαι μόνιμος κάτοικος, με όλα τα καλά αλλά και τα καθημερινά προβλήματα. Κι έτσι γέμισα δυο βαλίτσες, μια με βιβλία, μια με ρούχα et me voici! Δεν μιλούσα τη γλώσσα, δεν ήξερα κανέναν αλλά ένιωσα απ’ την πρώτη στιγμή σαν στο σπίτι μου. Και σήμερα, δέκα χρόνια μετά, είμαι αυτός που είμαι χάρη στο Παρίσι. Εκεί ξεκλειδώθηκε το δημιουργικό μου κομμάτι, εκεί ξεκίνησα να γράφω, εκεί πήρα να χτίζω μια καριέρα. Και του είμαι ευγνώμων!
2. Πότε έγραψες το πρώτο σου βιβλίο?
Το πρώτο μυθιστόρημα το έγραψα το 2012, φρέσκος φρέσκος στο Παρίσι αλλά το κράτησα στο συρτάρι μου. Ήταν ένα πρότζεκτ καθαρά προσωπικό, ήταν ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, όπως ήθελα εγώ ως λάτρης του είδους κι εγκληματολόγος, να το διαβάσω. Έμεινε λοιπόν εκεί, φυλαγμένο, σχεδόν ξεχασμένο, μέχρι που ζήτησε να διαβάσει το χειρόγραφο ένας εξαιρετικός, κι αγαπημένος των Γάλλων Ελληνογάλλος συγγραφέας, ο Michel de Grèce. Και χάρη σ’ αυτόν ξεκίνησε η πορεία μου, πρώτα στην Ελλάδα, κι απ’ το 2016 στη Γαλλία, με βραβευμένα αστυνομικά μυθιστορήματα και criminartistic βιβλία, που αναμιγνύουν το έγκλημα με την τέχνη, οι conferences και τα φεστιβάλ βιβλίου σε όλον τον κόσμο.
3….. Και αποφάσισες μετά την Γαλλία, να γράψεις ένα βιβλίο στην Ελλάδα, σε μια χώρα που διαβάζουν λίγοι……?
Με είχαν πληγώσει πράγματα στην Ελλάδα, δεν στο κρύβω, και είχα πάρει αποστάσεις από το λογοτεχνικό γίγνεσθαι εδώ. Αυτό όμως μου έκανε καλό, γιατί με πείσμωσε και με βοήθησε να αρχίζω να χτίζω ένα όνομα στη Γαλλία, από το μηδέν. Είχα πει στον εαυτό μου πως θα επέστρεφα στην Ελλάδα με βιβλίο, μονάχα υπό γαλλικά στάνταρ. Είχα καλομάθει, γιατί οι Γάλλοι αγαπάνε και ξέρουν πως να προωθήσουν το βιβλίο, κι ο συγγραφέας τυγχάνει σεβασμού και προστασίας. Είμαι λοιπόν εξαιρετικά χαρούμενος που γι’ αυτό το comeback μου συνεργάζομαι με τις Εκδόσεις Μίνωας μετά από 6 χρόνια απουσίας, γιατί δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από καλούς, μεγάλους γαλλικούς εκδοτικούς οίκους. Επιστέφω λοιπόν, μ’ ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, ένα whodunit και είμαι πολύ αισιόδοξος για την πορεία του. Όχι μόνο γιατί έχω τη στήριξη του εκδοτικού μου οίκου, αλλά επειδή ξέρω και βλέπω πως οι Έλληνες διαβάζουν αστυνομική λογοτεχνία, και μετά από χρόνια ξενομανίας, έχουν αρχίσει να εμπιστεύονται και τους Έλληνες συγγραφείς αστυνομικού. Ελπίζω λοιπόν να διαβάσουν το «Μυθιστόρημα με κλειδί» που συνδυάζει και τα δύο: ελληνικές και διεθνείς επιρροές, μια ματιά οικεία αλλά κι αποστασιοποιημένη από το ελληνικό περιβάλλον που περιγράφω.
4. Το κοινό που διαβάζει, διαβάζει και το Female-g. Οπότε μιλάς στο σωστό μέρος, περίγραψε μας λοιπόν λίγο, την υπόθεση του βιβλίου……..
Το υπέροχο κοινό σας διαβάζει βιβλία και μπράβο του! Ξέρεις, παγκοσμίως είναι κυρίως οι γυναίκες που διαβάζουν, και προσφέρουν βιβλία για δώρο. Στα φεστιβάλ βιβλίου στη Γαλλία και τις γαλλόφωνες χώρες που πέρασα σχεδόν κάθε σαββατοκύριακο επί 9 μήνες κάθε χρόνο—πριν τον κορωνοϊό—είναι κατά 80% γυναίκες, που ενδιαφέρονται, ανταλλάσσουν σκέψεις με τους συγγραφείς, δεν φοβούνται να πειραματιστούν, κι αγοράζουν για άνδρες, φίλους, συντρόφους και παιδιά. Το «Μυθιστόρημα με κλειδί» λοιπόν, είναι ένα whodunit, στο στυλ της Agatha Christie, και του George Simenon. Ο αστυνόμος του τμήματος ανθρωποκτονιών Αττικής, Χριστόφορος Μάρκου, βρίσκεται σε άδεια, σ’ ένα μικρό ελληνικό νησί που το διεθνές τζετ σετ έχει μετατρέψει σε καλοκαιρινό τους παράδεισο. Κατά τη διάρκεια ενός πάρτι, στο σπίτι μιας ελβετίδας, ανακαλύπτεται σε μια μικρή αποθήκη το πτώμα μια νεαρής Αγγλίδας δημοσιογράφου, της Λούσι Ντέιβις. Οι διακοπές του Μάρκου λαμβάνουν τέλος, το νησί είναι αποκλεισμένο απ’ τον αέρα, και ο αστυνόμος προσπαθεί να βρει τον δράστη, μεταξύ υπόπτων διαφόρων εθνικοτήτων, πριν εκείνος καταφέρει να το σκάσει με το επόμενο πλοίο της γραμμής. Ανατροπές, νέα και παλιότερα εγκλήματα, μυστικά, κουτσομπολιά και ψέματα σ’ ένα μυθιστόρημα όπου ο αναγνώστης καλείται να βρει το κλειδί και να ξεκλειδώσει το μυστήριο!
5. Πως βλέπεις τους “συγγραφείς” του Instagram? Αυτούς δηλ. που γράφουν (και ενίοτε αντιγράφουν) κάποια τσιτάτα δύο σειρών και δηλώνουν συγγραφείς.
Πέρασαν χρόνια, 4 βιβλία, βραβεία, και δεκάδες φεστιβάλ για να τολμήσω να δηλώσω συγγραφέας. Έλεγα δικηγόρος ή εγκληματολόγος που γράφει βιβλία, παλιότερα. Ακόμα και σήμερα το λέω με συστολή, με όλο το βάρος που εμπεριέχει αυτή η λέξη, να κάθεται στους ώμους μου. Το Instagram ως εργαλείο επικοινωνίας φιλοξενεί τα πάντα και τους πάντες, από συγγραφείς που το χρησιμοποιούν για να προωθήσουν τη δουλειά τους—όπως το κάνω κι εγώ—μέχρι «συγγραφείς» όπως τους περιγράφεις –αντιγραφείς μάλλον θα τους έλεγα. Ο κόσμος, ωστόσο, δεν έχει την αφέλεια που είχαμε παλιότερα όλοι μας, καταλαβαίνουμε ποιος είναι τι κι αναλόγως αφήνουμε να επηρεαστούμε ή όχι. Σε κάθε περίπτωση το Instagram παρέχει βήμα στο βιβλίο και σε συγγραφείς, με φωτογραφίες, κριτικές, διαγωνισμούς και προτάσεις και οι bookstagramers , όταν κάνουν με συνείδηση τη δουλειά τους, είναι πλέον κομμάτι της επικοινωνίας του βιβλίου –με πρώτους και καλύτερους, φυσικά, στο κομμάτι της επικοινωνίας, πάντα, τους ίδιους τους βιβλιοπώλες!
6. Με τέτοιο “βαρύ” επίθετο, πως και δεν ασχολήθηκες με την πολιτική?
Η μόνη βαρύτητα που έχει το επίθετο μου στη Γαλλία είναι το ότι είναι δύσκολο για τους Γάλλους να το προφέρουν. Χαχαχα! Με αποκαλούν λοιπόν με το μικρό μου Christos και μετά M-quelque chose! Προτιμώ τον κόσμο της λογοτεχνίας από αυτόν της πολιτικής, αλλά κι απ’ τον πραγματικό κόσμο όπου ζούμε. Γράφοντας, τον κόσμο που δημιουργώ απ’ το μηδέν, μπορώ να τον ελέγξω, μπορώ να έχω το επιθυμητό αποτέλεσμα και την κάθαρση στο τέλος. Άλλωστε με την πολιτική—σε περιφερειακό επίπεδο Κρήτης προς το παρόν—ασχολείται ο μικρότερος αδερφός μου Αλέξανδρος, και το κάνει με νέο αέρα, αποτελεσματικότητα, εντιμότητα και σκληρή δουλειά. Ελπίζω να διαπρέψει, γιατί του αξίζει. Κι αφήστε με εμένα στον δικό μου, λογοτεχνικό κόσμο!
7. Ποιο όνειρο κυνηγάς?
Το όνειρό, για το οποίο δουλεύω, και στο οποίο επενδύω, είναι να συνεχίσω να γράφω, με την ελπίδα οι αναγνώστες να συνεχίσουν να αγαπούν αυτά που διαβάζουν από εμένα. Να συνεχίσω να έχω έμπνευση, να συνεχίσω να ταξιδεύω παντού χάρη στα βιβλία, να συνεχίσω να έχω το ίδιο άγχος κάθε φορά που ένα βιβλίο μου κάνει τα πρώτα του βήματα στον κόσμο, να συνεχίσω να γουστάρω αυτό που κάνω και να το κάνω ελεύθερα!
8. Σε βλέπεις για πάντα στο Παρίσι….?
Η μόνη απάντηση σ’ αυτό είναι «Ουδέν μονιμότερον του προσωρινού»! Δεν μπορώ να δω, δεν μπορώ να χωρέσω στο νου μου, αυτό το για πάντα. Αισθάνομαι σαν στο σπίτι μου στο Παρίσι, αλλά παράλληλα είμαι κοσμοπολίτης, με την ελληνική έννοια της λέξης: πολίτης του κόσμου. Παραμένω λοιπόν, ανοιχτός να πάω όπου με βγάλει η πένα κι η ζωή.
9. Τι δεν σου λείπει από την Ελλάδα?
Δεν μπορώ να απαντήσω την ερώτηση για έναν απλό λόγο: Μετά από έναν περίπου χρόνο που είχα να έλθω στην Ελλάδα, με απανωτά λοκντάουν, τη γκριζάδα του Παρισιού και την όλη ψυχολογία του ιού, μπορώ να σου απαντήσω πως μου έλειψαν τα πάντα! Αφού, κατέβηκα από το αεροπλάνο, μύριζα την κηροζίνη, και νόμιζα πως μυρίζω γιασεμιά! Ξέρεις η απόσταση απ’ τη χώρα σου, σου δίνει μια ματιά πιο ρομαντική, κι όσα σε ταλαιπωρούσαν στην ελληνική καθημερινότητα, ξεχνιούνται κι αντικαθιστούνται από έναν νόστο, εξιδανικευμένες κι επιλεκτικές μνήμες. Ρώτησε με πάλι ,αφού περάσω έναν μήνα εδώ, κι ίσως τότε μπορέσω να σου απαντήσω
10. Γιατί έγινες συγγραφέας? Αισθάνεσαι ότι είσαι “πειραγμένο” παιδί?
Ξέρεις κανέναν που δεν είναι πειραγμένος να γράφει, και να γράφει καλά; Εγώ όχι. Γράφω λοιπόν, για να εκφράσω με τρόπο υγιή και να λούσω με φως το σκοτεινό κομμάτι μου, για να ισορροπήσω την καταστροφή με τη δημιουργία, ως ψυχανάλυση και ψυχοκάθαρση. Γράφω για να είμαι καλά και παράλληλα γράφω για να ακουστώ, για να μεταφέρω τον αναγνώστη στον κόσμο μου. Καλώς ορίσατε λοιπόν!
Βιογραφικό
Ο Χρήστος Μαρκογιαννάκης γεννήθηκε το 1980 στο Ηράκλειο Κρήτης, όπου και
µεγάλωσε. Με σπουδές στη Νοµική και την Εγκληµατολογία στην Αθήνα και το
Παρίσι, και έχοντας εργαστεί ως δικηγόρος, τα τελευταία χρόνια ζει στη γαλλική
πρωτεύουσα.
Είναι συγγραφέας αστυνοµικής λογοτεχνίας και δοκιµιακών βιβλίων για την
αισθητική του εγκλήµατος, εµπνευστής της έννοιας criminart και µέλος της Crime
Writers’ Association.
Βιβλιογραφία:
• The Louvre Murder Club / Scènes de crime au Louvre, 2017, Éditions Le Passage
(βραβείο Document Littéraire National)
• Au 5e étage de la faculté de droit, 2018, µυθιστόρηµα Éditions Albin Michel
(βραβεία Balai d’Or και Académie du Var)
• The Orsay Murder Club / Scènes de crime à Orsay, 2018, Éditions Le Passage
• Mourir en scène, 2020, µυθιστόρηµα Éditions Albin Michel