Οι σκέψεις του Πλάτωνα για το ζήτημα της “ηδονής“.
«Επιδιώκετε λοιπόν την ηδονή ως αγαθό και αποφεύγετε τη λύπη ως κακό;[…] Ονομάζετε το να λυπάται κανείς αγαθό όταν σας απαλλάσσει από μεγαλύτερες από τις υπάρχουσες λύπες ή προκαλεί μεγαλύτερες ηδονές από λύπες; […] ή μπορείτε να πείτε ότι το αγαθό είναι άλλο από την ηδονή ή ότι το κακό είναι άλλο από τη λύπη (ἀνίαν)· ή σας αρκεί να τελειώσετε τη ζωή σας ευχάριστα χωρίς λύπες; (ἢ ἀρκεῖ ὑμῖν τὸ ἡδέως καταβιῶναι τὸν βίον ἄνευ λυπῶν;) […] Και πάλι λέτε ότι αν και γνωρίζει ο άνθρωπος να πράττει τα αγαθά δεν το θέλει εξαιτίας των άμεσων απολαύσεων (διὰ τὰς παραχρῆμα ἡδονάς) επειδή υποτάσσεται σ’ αυτές.»
Πλάτων, Πρωταγόρας, απόσπασμα
«Αφού λοιπόν, είπα, αμφισβητούνται οι ηδονές κάθε τύπου και οι βίοι τους, όχι ως προς το ποια είναι η ομορφότερη και η πιο άσχημη ζωή, ούτε ποια είναι η χειρότερη και η καλύτερη, αλλά ως προς αυτό ποια είναι η πιο ευχάριστη και με τη λιγότερη λύπη (ἥδιον καὶ ἀλυπότερον), πώς θα γνωρίσουμε ποιος από αυτούς λέει την αλήθεια;»
Πλάτων, Πολιτεία, απόσπασμα
«Αφού λοιπόν είναι τρεις οι ηδονές, δεν θα ήταν πιο γλυκιά (ἡδίστη) η ηδονή αυτού του μέρους της ψυχής με το οποίο μαθαίνουμε, και εκείνος στον οποίο κυβερνά αυτό το μέρος της ψυχής δεν θα είχε την πιο γλυκιά ζωή (ὁ τούτου βίος ἥδιστος);»
Πλάτων, Πολιτεία, απόσπασμα
«Και πολλές άλλες τέτοιες καταστάσεις, νομίζω, κάνουν τους ανθρώπους να αισθάνονται έτσι, στις οποίες όταν λυπούνται, εγκωμιάζουν την απαλλαγή από τη λύπη και την ησυχία ως το πιο γλυκό, και όχι το να χαίρονται. (Καὶ ἐν ἄλλοις γε οἶμαι πολλοῖς τοιούτοις αἰσθάνῃ γιγνομένους τοὺς ἀνθρώπους, ἐν οἷς, ὅταν λυπῶνται, τὸ μὴ λυπεῖσθαι καὶ τὴν ἡσυχίαν τοῦ τοιούτου ἐγκωμιάζουσιν ὡς ἥδιστον, οὐ τὸ χαίρειν.)»
Πλάτων, Πολιτεία, απόσπασμα
«Άρα εκείνοι που είναι άπειροι στη φρόνηση και την αρετή, που πάντοτε συχνάζουν στα γλέντια (εὐωχίαις) και σε παρόμοιες καταστάσεις, όπως φαίνεται, κυμαίνονται ανάμεσα στο κάτω και το μέσον και σε όλη του τους τη ζωή περιπλανούνται, χωρίς να μπορούν ποτέ να το υπερβούν ούτε να σηκώσουν το βλέμμα τους προς τα πάνω ούτε το άντεξαν, ούτε κατάφεραν την πλήρωση του εαυτού τους με το πραγματικό ον (οὐδὲ τοῦ ὄντος τῷ ὄντι ἐπληρώθησαν), ούτε γεύτηκαν ποτέ τη σταθερή και καθαρή ηδονή, αλλά σαν ζώα (ἀλλὰ βοσκημάτων δίκην) με το βλέμμα στραμμένο προς τα κάτω και σκυμμένοι στη γη και σε τραπέζια βόσκουν χορταίνοντας και συνουσιάζονται και εξαιτίας της πλεονεξίας τους για αυτά κλωτσούν και χτυπούν με τα σιδερένια κέρατα και τις οπλές ο ένας τον άλλον, γιατί δεν μπορούν να γεμίσουν εκείνο το μέρος του εαυτού τους που μετέχει στην ουσία καθώς είναι ανύπαρκτο.»
Πλάτων, Πολιτεία, απόσπασμα
Photo cover:pixabay.com/christmas
Διαβάστε επίσης: