Η Νταιάνα Βρίλαντ υπήρξε επί πολλά χρόνια διευθύντρια των περιοδικών μόδας Harper’s Bazaar και της Vogue σε εποχές που τα περιοδικά αυτά ασκούσαν τεράστια επιρροή στον τρόπο που ντύνονταν οι γυναίκες. Η Νταϊάνα έγινε επί πενήντα χρόνια ζωντανός μύθος για την ευφυΐα της, το πνευματώδες χιούμορ της, όπως και για τη μεταμόρφωση του στιλ και της μόδας σε ύψιστη τέχνη… Καθόλου άσχημα για μια γυναίκα που δεν είχε σκοπό να δουλέψει ποτέ στη ζωή της. «Δουλειά; Τι ενδιαφέρουσα ιδέα!» ήταν μια χαρακτηριστική της φράση.
Λάτρευε το κόκκινο. Η αγάπη της πρώην αρχισυντάκτριας της «Vogue» για τη διακόσμηση και το ντύσιμο στα κόκκινα αντανακλούσε την τρομερή της προσωπικότητα.
Στη διάσημη φωτογραφία της Diana Vreeland, χαμογελά στον φακό, βασιλική και ύπτια, σε ένα δωμάτιο που είναι μια πραγματική συμφωνία του κόκκινου. Από τους κατακόκκινους τοίχους, τις λακαρισμένες πόρτες και τις καρέκλες σε πορφυρό χρώμα μέχρι το κόκκινο χρώμα στα χείλη της.
Η τολμηρή διακοσμητική της επιλογή, αν και ξεδιάντροπα θεατρική, αντανακλούσε πραγματικά την προτίμησή της. (Είχε το γραφείο της στο Ινστιτούτο Κοστουμιών του Μητροπολιτικού Μουσείου διακοσμημένο με την ίδια απόχρωση.) «Το κόκκινο», είπε κάποτε, «είναι το μεγάλο ξεκαθάρισμα: φωτεινό, καθαριστικό και αποκαλυπτικό. Κάνει όλα τα χρώματα όμορφα. Δεν μπορώ να φανταστώ να βαριέμαι με το κόκκινο – θα ήταν σαν να βαριέσαι με το άτομο που αγαπάς».
Η ιλιγγιωδώς επιτυχημένη καριέρα της Vreeland στον χώρο της μόδας – πέρασε 26 χρόνια στο Harper’s Bazaar, σχεδόν μια δεκαετία ως αρχισυντάκτρια στη Vogue και 14 χρόνια στο The Met – ήταν αποτέλεσμα μιας δυστυχισμένης παιδικής ηλικίας καθώς οι γονείς της, ιδιαίτερα η μητέρα της, ευνοούσαν τη μικρότερη αδερφή της Νταϊάνα και δεν είχαν κανένα θέμα να το δείχνουν ξεκάθαρα.
«Είναι πολύ κακό που είσαι τόσο άσχημη κι έχεις μια τόσο όμορφη αδελφή, που τη ζηλεύεις τόσο φρικτά. Γι’ αυτό είσαι τόσο ανυπόφορη» της είπε η μητέρα της όταν η Νταϊάνα ήταν πέντε χρονών. «Ήμουνα το πιο φρικτό κοριτσάκι στον κόσμο. Κάθε φορά που κοιταζόμουνα στον καθρέφτη ήθελα να αυτοκτονήσω» εξομολογήθηκε η Βρίλαντ σε μια συνέντευξή της το 1977.
«Γονείς», έγραψε η Νταϊάνα, «μπορεί να είναι τρομερό.» Όπως πολλά καταπιεσμένα παιδιά, ήταν επιρρεπής στα φανταχτερά, ένα χαρακτηριστικό που έφερε μαζί της στην ενηλικίωση.
Η αυτοβιογραφία της, παρουσιάζει μια παιδική ηλικία στο Παρίσι που ασχολήθηκε με το Ballet Russes. Στην πραγματικότητα, μεγάλωσε στη Νέα Υόρκη. Ωστόσο, η απεριόριστη δημιουργικότητά της, η αίσθηση του στυλ και η θεατρικότητά της, ταίριαζαν για τη στιγμή. Κατά τη διάρκεια της θλιβερής δεκαετίας του 1930 και της κατεστραμμένης από τον πόλεμο δεκαετίας του 1940, οι άνθρωποι ήθελαν τη διαφυγή.
Με τα χρόνια το μακιγιάζ εξελίχθηκε, και από ένα σημείο και πέρα παρέμεινε αναλλοίωτο επί δεκαετίες: χείλη και νύχια βαμμένα στο ίδιο έντονο κόκκινο, γυαλιστερά βλέφαρα, κόκκινες πινελιές στους κροτάφους, στα ζυγωματικά και τα αυτιά. Μόλις τέλειωνε, ρωτούσε ρητορικά τους γύρω της: «Είναι αρκετά Καμπούκι;».
Σε μια πτήση προς τη Βοστόνη, η αεροσυνοδός έσκυψε πάνω από την ιέρεια του στιλ και της είπε: «Γλυκιά μου, άσε με να σου απλώσω λίγο το ρουζ στα μάγουλά σου». Χωρίς να ενοχληθεί καθόλου η Βρίλαντ γύρισε προς το σχεδιαστή Bill Blass, που καθόταν δίπλα της, και του είπε: «Μα είναι τόσο χαριτωμένη… Τόσο Αμερικάνα…».
Στο ντύσιμο προτιμούσε τα απλά, κομψά ρούχα, που τα συνδύαζε με έντονα αξεσουάρ. Εξωτικά κοσμήματα, καπέλα και υπέροχα παπούτσια αποτελούσαν τα φετίχ της εμφάνισής της. «Μου αρέσουν τα πανάκριβα κασμιρένια πουλόβερ, τα ακριβά σατέν παντελόνια, οι μεταξωτές κάλτσες, τα ωραία παπούτσια, τα εξαιρετικά παπούτσια και ό,τι μπορεί να φορεθεί γύρω από το λαιμό».
Το παράδοξο είναι που ενώ ως γυναίκα αποτελούσε, σύμφωνα με τα πρότυπα της ομορφιάς, μια χτυπητή παραφωνία, εκείνη γοήτευσε και παντρεύτηκε έναν από τους πιο όμορφους και κομψούς άντρες της εποχής, τον τραπεζίτη Τόμας Ριντ Βρίλαντ.
Η στήλη της «Why don’t you…?» για το Harper’s Bazaar, η πρώτη της δουλειά εκεί, ήταν γελοία, υπερβολική και έκανε άμεση αίσθηση. «Γιατί δεν… έχεις 12 διαμαντένια τριαντάφυλλα όλων των μεγεθών;» «…Ξέπλυνε τα μαλλιά του ξανθού παιδιού σου με σαμπάνια για να διατηρηθούν χρυσά, όπως κάνουν στη Γαλλία;» «…Χρησιμοποιήστε ανανάδες για διακόσμηση;” και άλλα τέτοια…
Έφερε την ίδια φιλοσοφία στους μετέπειτα, πιο εξυψωμένους ρόλους της. Ως συντάκτρια μόδας, συνεργάστηκε με φωτογράφους όπως η Louise Dahl-Wolfe και ο Richard Avedon, φωτογραφίζοντας την υψηλή ραπτική με έναν εντελώς νέο τρόπο, παρουσιάζοντας το στυλ όπως τη τέχνη.
Τα νέα που αφορούσαν την Νταϊάνα εντοπιζόντουσαν σ’ αυτά που αφορούσαν το στιλ. Όταν κάποιος την πληροφόρησε πως είχαν δολοφονήσει τον JFK, το σχόλιο της Βρίλαντ ήταν: «Κρίμα, δεν θα μπορούμε πια να έχουμε την Τζάκι στη Vogue».
Η Vreeland, είπε αργότερα ο Avedon, «εφηύρε τον fashion editor. Πριν από αυτήν, οι κυρίες της κοινωνίας ήταν που έβαζαν καπέλα σε άλλες κυρίες της κοινωνίας.» Όχι ότι απέφευγε να αξιοποιήσει στο έπακρο τις σχέσεις της με την κοινωνία και τη θρυλική της γοητεία.
Ανέδειξε αστέρια, παλιά και νέα, στις σελίδες του περιοδικού της: Μικ Τζάγκερ, Κένεντι, Γουόλις Σίμπσον, Τζέιν Μπίρκιν…
Η Βρίλαντ ήταν η πρώτη που δημοσίευσε φωτογραφία του Μικ Τζάγκερ στην Αμερική. Ήταν αυτή που ανακάλυψε τη Βερούσκα και αργότερα τη Λορίν Χάτον. Αγαπημένα της μοντέλα ήταν η Τουίγκι και η Βερούσκα. Αλλά και η Πηνέλοπι Τρι, η Αντζέλικα Χιούστον, η Μαρίζα Μπερενσόν.
Το μόνο πράγμα που ξεπερνούσε τις φαντασιώσεις της ήταν τα έξοδα. Δεν δίσταζε να στείλει τον καλύτερο φωτογράφο μόδας του κόσμου στην Ινδία για να φωτογραφίσει λευκές τίγρεις και στο τέλος να μη δημοσιεύσει ποτέ τις φωτογραφίες.
Ήταν υπερβολική – αυτό ήταν που κατέληξε στην απόλυση από τη Vogue – αλλά, όπως αναμφίβολα θα έλεγε, σε ορισμένα πράγματα δεν αξίζει να συμβιβαστείτε. Ποτέ όμως δεν εξέφρασε δημόσια τα συναισθήματά της για το γεγονός της απόλυσής της από τη Vogue. Ποτέ δεν έκανε δήλωση, ποτέ κανένα σχόλιο.
Σε κάθε περίπτωση, αρνήθηκε να “πάρει το μάθημα της”. Στην έκθεση Diaghilev του The Met το 1976, επέμεινε να χρησιμοποιηθεί το άρωμα «Cuir de Russie» της Chanel για να αρωματίσει τον αέρα και να φτιάξει τη διάθεση των επισκεπτών. Έμεινε, μέχρι το θάνατό της, συναρπαστική, αξέχαστη, κομψή και διασκεδαστική. Και φυσικά, όπως το χαρακτηριστικό της χρώμα, ποτέ βαρετή…
Το 1989, πέθανε από καρδιακή προσβολή σε ηλικία 85 ετών στο νοσοκομείο Lenox Hill, στο Upper East Side του Μανχάταν στη Νέα Υόρκη.
Δείτε επίσης