Ένας ηθοποιός φαινόμενο, συνειδητά αντιστάρ, βραβευμένος με 3 Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου, τέσσερα Βραβεία BAFTA και δύο Χρυσές Σφαίρες, έχει ενσαρκώσει κάποιους από τους πιο εμβληματικούς ρόλους του παγκόσμιου κινηματογράφου, είναι γνωστός ως ένας από τους πιο επιλεκτικούς ηθοποιούς της κινηματογραφικής βιομηχανίας, είναι ο Ντάνιελ Ντέι Λιούις.
Θεωρείται -και δικαίως- ένας από τους μεγαλύτερους ηθοποιούς όλων των εποχών. Ο Ντάνιελ Ντέι Λιούις, δεν συμβιβάστηκε ποτέ με τη ζωή ενός σταρ, αν και θεωρείται, ένας από τους σημαντικότερους ηθοποιούς εν ζωή, ο μοναδικός που έχει κατακτήσει τρεις φορές το Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου, έχει καταξιωθεί στη συνείδηση του κοινού, έχει λατρευτεί από τους κριτικούς και αποτελεί εγγύηση για τους σκηνοθέτες και τους παραγωγούς. Επίσης, παροιμιώδης ήταν η εκλεκτικότητά του στο σινεμά, καθώς έχει γυρίσει μετρημένες ταινίες, απ’ τις οποίες οι περισσότερες αποτελούσαν και καλλιτεχνικό γεγονός ενώ την τελευταία δεκαετία έχει πρωταγωνιστήσει μόνο σε τέσσερις ταινίες.
Όταν τον Ιουνιο του 2017 ανακοίνωσε ξαφνικά ότι δεν θα συμμετέχει πλέον σε ταινίες, εξέπληξε και στανεχώρησε τους απανταχού σινεφίλ και ακόμα περισσότερο του θαυμαστές του αλλά η απόφαση αυτή ήταν και ένα πλήγμα για τον ίδιο τον κινηματογράφο.Τότε, η εκπρόσωπός του, Λέσλι Νταρτ είχε ανακοινώσει πως : «Ο Ντάνιελ Ντέι Λιούις δεν θα εργάζεται πλέον ως ηθοποιός. Είναι εξαιρετικά ευγνώμων σε όλους τους συνεργάτες του και στο κοινό, όλα αυτά τα χρόνια. Είναι μία προσωπική απόφαση και ούτε αυτός, ούτε οι εκπρόσωποι του θα κάνουν κάποιο άλλο σχόλιο για το θέμα».
Ο Ντεί Λιούις γεννήθηκε στις 29 Απριλίου του 1957 στο Λονδίνο. Ήταν γιος της ηθοποιού Τζιλ Μπάλκον και του Αγγλοϊρλανδού Σέσιλ Ντέι Λιούις. Δυο χρόνια μετά τη γέννησή του, η οικογένειά του μετακόμισε στο Κρουμς Χιλ, όπου ο Ντάνιελ μεγάλωσε μαζί με τη μεγαλύτερη αδελφή του, Ταμασίν Ντέι Λιούις. Ο πατέρας του, μετά από προβλήματα υγείας, πέθανε όταν ο Ντάνιελ ήταν 15 ετών.Το 1968, οι γονείς του Ντέι Λιούις λόγω της απείθαρχης συμπεριφοράς του τον έστειλαν εσώκλειστο στο ιδιωτικό σχολείο Σεβενόουκς, στο Κεντ. Αν και δεν του άρεσε το σχολείο, εκεί ήρθε σε επαφή με τα δυο βασικά του ενδιαφέροντα, την ξυλουργική και την ηθοποιία. Η πρώτη του εμφάνιση σε ταινία έγινε σε ηλικία 14 ετών στην ταινία “Καταραμένη Κυριακή” (Sunday Bloody Sunday, 1971) στην οποία έπαιζε έναν βάνδαλο ως κομπάρσος. Περιέγραψε αυτή την εμπειρία ως «παράδεισο», καθώς πληρωνόταν (με 2 λίρες) για να σπάει ακριβά αυτοκίνητα. Μετά από δυο χρόνια στο Σεβενόουκς, ο Ντάνιελ μεταγράφηκε στο επίσης ιδιωτικό σχολείο Bedales στην κομητεία του Χαμσάιρ.Μετά την αποφοίτησή του το 1975, έπρεπε να επιλέξει επαγγελματική κατεύθυνση. Αν και είχε διακριθεί στο “Εθνικό Θέατρο Νέων” (National Youth Theatre), αποφάσισε να γίνει μαραγκός, επιχειρώντας να γραφτεί σε μια σχολή. Ωστόσο, λόγω έλλειψης εμπειρίας, δεν έγινε δεκτός. Τότε έκανε αίτηση και έγινε δεκτός στη θεατρική σχολή “Bristol Old Vic”, όπου φοίτησε για τρία χρόνια, και στη συνέχεια έπαιξε στην ίδια σχολή.
Η σπουδαία καριέρα
Δεκαετία του ΄80
Έντεκα χρόνια μετά το κινηματογραφικό του ντεμπούτο, ο Ντέι Λιούις συνέχισε την καριέρα του με έναν μικρό ρόλο στην ταινία Γκάντι (Gandhi, 1982). Το 1984, είχε έναν δεύτερο ρόλο στην ταινία Η ανταρσία του Μπάουντι (The Bounty, 1984), μετά την οποία μπήκε στον θεατρικό θίασο Royal Shakespeare Company, όπου έπαιξε τον Ρωμαίο στο Ρωμαίος και Ιουλιέτα.Το 1985 έπαιξε στην ταινία Ωραίο μου πλυντήριο (My Beautiful Laundrette, 1985) του Στίβεν Φρίαρς. Κέρδισε την προσοχή του κοινού όταν η ταινία κυκλοφόρησε ταυτόχρονα με το Δωμάτιο με θέα (Room with a View, 1986), καθώς σε κάθε ταινία έπαιζε δυο εντελώς διαφορετικούς χαρακτήρες.Το 1987, ο Ντέι Λιούις ανέλαβε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία του Φίλιπ Κάουφμαν Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι (The Unbearable Lightness of Being 1988) (βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Μίλαν Κούντερα), με συμπρωταγωνίστριες τη Λένα Ολίν και τη Ζυλιέτ Μπινός. Στη διάρκεια των γυρισμάτων που κράτησαν οκτώ μήνες έμαθε τσέχικα και αρνήθηκε για πρώτη φορά να αποδυθεί το ρόλο του στα διαλείμματα των γυρισμάτων.Ο Ντέι Λιούις εφάρμοσε πλήρως την προσωπική του μέθοδο υποκριτικής το 1989 στην ταινία του Τζιμ Σέρινταν Το αριστερό μου πόδι (My Left Foot), που κέρδισε πολλά βραβεία, μεταξύ των οποίων και το Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου.Ο Ντάνιελ Ντέι Λιούις επέστρεψε στη σκηνή για να συνεργαστεί με τον Ρίτσαρντ Έιρ, παίζοντας τον Άμλετ στο Royal National Theatre του Λονδίνου, αλλά κατέρρευσε στη μέση μιας σκηνής όπου το φάντασμα του πατέρα του Άμλετ πρωτοεμφανίζεται στο γιο του. Άρχισε να κλαίει ανεξέλεγκτα και αρνήθηκε να επιστρέψει στη σκηνή, οπότε ο αντικαταστάτης του αναγκάστηκε να ολοκληρώσει το έργο. Διαδόθηκε η φήμη ότι ο Ντέι Λιούις είχε δει το φάντασμα του πατέρα του, αν και επίσημα το περιστατικό αποδόθηκε σε υπερκόπωση. Σε βρετανική τηλεοπτική εκπομπή στο ITV ο ίδιος επιβεβαίωσε τη φήμη. Δεν εμφανίστηκε ξανά στη σκηνή έκτοτε.
Δεκαετία του ’90
Το 1992, τρία χρόνια μετά το Όσκαρ, πρωταγωνίστησε στην ταινία Ο τελευταίος των Μοϊκανών (The Last of the Mohicans). Συνεργάστηκε και πάλι με τον Τζιμ Σέρινταν στην ταινία Εις το όνομα του πατρός (In the Name of the Father. 1993). Έχασε πολλά κιλά για το ρόλο, διατήρησε τη βορειοϊρλανδική του προφορά σε όλη τη διάρκεια των γυρισμάτων, και πέρασε μεγάλα χρονικά διαστήματα σε ένα κελί. Επίσης επέβαλε στο προσωπικό της ταινίας να του πετάει κρύο νερό και να τον βρίζει.Το 1996, πρωταγωνίστησε δίπλα στη Γουϊνόνα Ράιντερ στην ταινία Οι μάγισσες του Σάλεμ (The Crucible) βασισμένη ομώνυμο στο θεατρικό έργο Άρθουρ Μίλλερ. Ακολούθησε η ταινία του Τζιμ Σέρινταν και πάλι, Ο μποξέρ (The Boxer, 1997), μετά την οποία ο Ντέι Λιούις σχεδόν αποσύρθηκε από την υποκριτική και επέστρεψε στην παλιά του αγάπη, την ξυλουργική. Μετακόμισε στη Φλωρεντία της Ιταλίας, όπου γοητεύτηκε από την τέχνη των τσαγκάρηδων.
2000 – σήμερα
Πέντε χρόνια μετά την τελευταία του ταινία, ο Ντέι Λιούις επέστρεψε με τις Συμμορίες της Νέας Υόρκης (Gangs of New York, 2002), μια ταινία του Μάρτιν Σκορσέζε (με τον οποίο είχε συνεργαστεί και στην ταινία Τα χρόνια της αθωότητας (The Age of Innocence, 1993)). Μετά τις Συμμορίες της Νέας Υόρκης, η σύζυγός του, σκηνοθέτιδα Ρεμπέκα Μίλλερ (κόρη του θεατρικού συγγραφέα Άρθουρ Μίλλερ), του έδωσε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία Μπαλάντα για δύο: Τζακ και Ρόουζ (The Ballad of Jack and Rose, 2005).Το 2007, ο Ντέι Λιούις εμφανίστηκε στην ταινία του Πολ Τόμας Άντερσον Θα χυθεί αίμα (There Will Be Blood). Κέρδισε το βραβείο BAFTA, Χρυσή Σφαίρα και Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου (2008) για τον ρόλο του στην ταινία.Το 2012, ο ηθοποιός υποδύθηκε τον Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών Αβραάμ Λίνκολν στην ταινία Λίνκολν (Lincoln) του Στίβεν Σπίλμπεργκ, όπου εμφανίστηκε στο πλευρό του Τόμι Λι Τζόουνς και της Σάλι Φιλντ σε μια ερμηνεία που του χάρισε για άλλη μια φορά την εύνοια των κριτικών καθώς και το τρίτο του Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου, Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Ανδρικής Ερμηνείας σε Δράμα, Βραβείο BAFTA και Βραβείο SAG. Με την τρίτη του νίκη στα Όσκαρ έγινε ο μοναδικός άνδρας ηθοποιός με τρία Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλο
Κι όμως…αφήνει πίσω αυτή την καριέρα, που άλλοι ηθοποιοί ακόμα και πασίγνωστοι ούτε που μπορούν να φανταστούν και επιλέγει να απομονωθεί και να απασχολείται ως ξυλουργός. Πλέον 65χρονος… (τα κλείνει σε 2 μέρες καθώς στις 29 Απριλίου έχει γενέθλια), ο Ντάνιελ Ντέι Λιούις, ποτέ δεν ήταν ο ηθοποιός που κυνηγούσε τη δόξα. Πάντα κρατούσε αποστάσεις από όλο αυτο το παιχνίδι της δημοσιότητας που “επιβάλλει” η κινηματογραφική βιομηχανία και μάλιστα δεν ήταν λίγες οι φορές που επέλεγε να ζει σε…απομόνωση φτιάχνοντας ξύλινες κατασκευές.
Το ίδιο κάνει και τώρα στο σπίτι του έξω από το Δουβλίνο έχοντας στο πλευρό του την Αμερικανίδα σύζυγο Ρεμπέκα Μίλερ, κόρη του Άρθουρ Μίλερ και τα τρία του παιδιά, τον Ρόναν Καλ Ντέι-Λιούις και τον Κάσελ Μπλέικ Ντέι-Λιούις, αλλά και τον Γκέιμπριελ Κέιν Ντέι-Λιούις καρπό του έρωτά του με την Ιζαμπέλ Αντζανί με την οποία διατήρησε επί πολλά χρόνια δεσμό.
Εδώ και τέσσερα χρόνια λοιπόν ζει ως συνταξιούχος στο Ουίκλοου, έξω από το Δουβλίνο, μια ήρεμη ζωή, απελευθερωμένος από τις υποχρεώσεις των στούντιο, και ασχολείται με αυτό που αγαπούσε πάντα: την ξυλουργική.
Δείτε επίσης