Search
Close this search box.

Ένα έγκλημα που αναζητά εξιχνίαση

«Το καλό που σου θέλω, να είναι πολύ σημαντικό αυτό που έχεις να μου πεις, Ισπαναρά» γρυλίζει ο αστυνόμος
με τη φωνή νυσταγμένη. «Διαφορετικά θα σε κρεμάσω από τα αρχίδια».
«Έχουμε δύο πτώματα στην αγροτική έπαυλη των Αδέλ» λέει ο Μελτσόρ.
«Των Αδέλ; Ποιων Αδέλ;»
«Των Γραφικών Τεχνών Αδέλ».
«Με δουλεύεις».
«Δε σε δουλεύω» λέει ο Μελτσόρ. «Μόλις μας ειδοποίησε ένα περιπολικό. Ο Ρουίθ και ο Μαγιόλ είναι ήδη εκεί.
Κι εγώ είμαι καθ’ οδόν».
Ξυπνώντας απότομα για τα καλά, ο αστυνόμος Μπλάι
αρχίζει να του δίνει οδηγίες.
«Μη μου λες τι πρέπει να κάνω» τον διακόπτει ο Μελτσόρ. «Πες μου μόνο ένα πράγμα: Να καλέσω τον Σαλόμ
και τη σήμανση;»
«Όχι, τα τηλεφωνήματα τα αναλαμβάνω εγώ» λέει ο
αστυνόμος Μπλάι. «Πρέπει να ειδοποιήσω ένα σωρό κόσμο. Εσύ φρόντισε να διαφυλάξεις τη σκηνή του εγκλήματος, να σφραγίσεις το σπίτι…»
«Μείνε ήσυχος» τον διακόπτει ξανά ο Μελτσόρ.

«Σε πέντε λεπτά είμαι εκεί».


«Δώσε μου μισή ώρα» λέει ο αστυνόμος Μπλάι και, σαν να μη μιλάει πια στον Μελτσόρ αλλά στον εαυτό του, μουρμουρίζει: «Οι Αδέλ, τη βάψαμε. Έχει να γίνει της πουτάνας».
Χωρίς να ανάψει τη σειρήνα ή να βάλει τον φάρο στην οροφή του Opel Corsa, ο Μελτσόρ οδηγεί με μεγάλη ταχύτητα στους δρόμους της Γκαντέζα, που κι αυτοί, σαν τις σκάλες και τους διαδρόμους του αστυνομικού τμήματος, είναι σχεδόν έρημοι εκείνη την ώρα. Σχεδόν, αλλά όχι εντελώς· κάθε τόσο διασταυρώνεται μ’ έναν ποδηλάτη με στολή ποδηλάτη, μ’ έναν δρομέα με στολή δρομέα, μ’ ένα αυτοκίνητο που κανείς δεν ξέρει αν επιστρέφει από ένα μακρύ σαββατόβραδο ή αν αρχίζει μια ατελείωτη Κυριακή. Ξημερώνει στην Τέρρα Άλτα. Ένας σταχτής ουρανός προμηνύει μια μέρα χωρίς ήλιο και, στο ύψος του ξενοδοχείου Piqué, ο Μελτσόρ κόβει αριστερά και βγαίνει από την Γκαντέζα, παίρνοντας τον αυτοκινητόδρομο για τη Βιλάλμπα νταλς Aρκς. Εκεί επιταχύνει, και λίγα λεπτά αργότερα αφήνει πίσω του το οδόστρωμα και παίρνει έναν χωματόδρομο που, εκατό μέτρα πιο κάτω, καταλήγει σε μια πολυτελή αγροικία περιστοιχισμένη από έναν ψηλό πέτρινο τοίχο, σπαρμένο με κοφτερά κομμάτια γυαλιού, κυριολεκτικά πνιγμένο στον κισσό. Η μεγάλη, μακρόστενη καφέ μεταλλική πύλη του αγροκτήματος είναι μισάνοιχτη και μπροστά της βρίσκεται ένα περιπολικό, με τα μπλε φώτα του να αναβοσβήνουν στην αυγή· δίπλα στο παρκαρισμένο αυτοκίνητο, ο Ρουίθ φαίνεται να προσπαθεί να παρηγορήσει μια ηλικιωμένη κυρία με ινδιάνικα χαρακτηριστικά, που κάθεται σ’ ένα πέτρινο παγκάκι και κλαίει.
Ο Μελτσόρ κατεβαίνει από το αυτοκίνητο και ρωτάει τον Ρουίθ τι συνέβη.

Τέρρα Άλτα

ΤΕΡΡΑ ΑΛΤΑ, Χαβιέρ Θέρκας, εκδόσεις Πατάκη

Photo cover:pixabay.com/katjasv/neist

Διαβάστε επίσης:

Share:

The New You

Στοιχεία Επικοινωνίας

Βρείτε μας στα Social Media:

Αφήστε μας ένα μήνυμα