Η νόσος Αλτσχάιμερ είναι δυνατό να διαγνωστεί με μια και μόνο εξέταση του εγκεφάλου, δείχνει μια νέα βρετανική επιστημονική έρευνα, η οποία χρησιμοποιεί τεχνητή νοημοσύνη (τεχνολογία μηχανικής μάθησης) για να ανιχνεύσει ακόμη και αδιόρατες αλλά χαρακτηριστικές δομικές αλλαγές στον εγκέφαλο που παραπέμπουν στη νευροεκφυλιστική πάθηση.
Το πλεονέκτημα της νέας τεχνικής είναι η απλότητα της και το γεγονός ότι μπορεί να διαγνώσει τη νόσο σε αρχικό ακόμη στάδιο, όταν συνήθως η διάγνωση θεωρείται μέχρι σήμερα πολύ δύσκολη λόγω της ανυπαρξίας αισθητών συμπτωμάτων. Μολονότι η νόσος είναι ανίατη μέχρι στιγμής, η έγκαιρη διάγνωση βοηθά τους ασθενείς να βρουν τη δέουσα υποστήριξη, να διαχειριστούν καλύτερα τα συμπτώματα τους και να σχεδιάσουν το μέλλον.
Η νόσος Αλτσχάιμερ είναι η συχνότερη μορφή άνοιας και στους περισσότερους ασθενείς εμφανίζεται μετά την ηλικία των 65 ετών, όμως και νεότεροι άνθρωποι μπορεί να την εκδηλώσουν. Τα συχνότερα συμπτώματα είναι η απώλεια μνήμης και οι δυσκολίες στην σκέψη, στην επίλυση προβλημάτων και στη γλώσσα.
Η διάγνωση της νόσου γίνεται συνήθως με διάφορα τεστ μνήμης και γνωστικά, καθώς επίσης με εξετάσεις που αποκαλύπτουν τη συσσώρευση τοξικών πρωτεϊνών στον εγκέφαλο και τη συρρίκνωση του ιπποκάμπου, της εγκεφαλικής περιοχής που σχετίζεται με τη μνήμη. Όλα αυτά τα τεστ όμως μπορεί να πάρουν εβδομάδες για να ολοκληρωθούν.
Οι ερευνητές του Κολλεγίου Imperial του Λονδίνου ανέπτυξαν μια νέα προσέγγιση που απαιτεί μόνο ένα τεστ, μια μαγνητική απεικόνιση εγκεφάλου σε σύνηθες μαγνητικό τομογράφο 1,5 Τέσλα, που υπάρχει στα περισσότερα νοσοκομεία.
Η νέα μέθοδος δοκιμάστηκε σε περισσότερους από 400 ασθενείς με Αλτσχάιμερ αρχικού ή προχωρημένου σταδίου, καθώς επίσης σε δύο ομάδες ελέγχου για λόγους σύγκρισης: σε υγιείς ανθρώπους και σε ασθενείς με άλλες νευρολογικές παθήσεις όπως Πάρκινσον και μετωποκροταφική άνοια.
Διαπιστώθηκε ότι σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις (98%) το “έξυπνο” σύστημα μπορούσε να προβλέψει αν ο ασθενής είχε Αλτσχάιμερ ή όχι. Ήταν επίσης σε θέση να διακρίνει με ικανοποιητική ακρίβεια (στο 79% των ασθενών) αν επρόκειτο για αρχόμενη νόσο Αλτσχάιμερ ή προχωρημένη.