Ο Γιάννης Ρίτσος έφυγε από τη ζωή σαν σήμερα το 1990 σε ηλικία 81 ετών. Ήταν σπουδαίος Έλληνας ποιητής για την ακρίβεια από τους σπουδαιότερους με διεθνή αναγνώριση που ανήκει στη λεγόμενη γενιά του ’30. Ο «Επιτάφιος», η «Σονάτα στο Σεληνόφως» και η «Ρωμιοσύνη» είναι 3 από τα πιο γνωστά έργα του. Το 1975 προτάθηκε για βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Αντίθετα αυτό που γράφεται ξανά και ξανά ότι το 1978 είχε προταθεί στον Ρίτσο και στον Ελύτη να μοιραστούν το Νόμπελ και αρνήθηκαν και οι δύο, σύμφωνα δεν την κόρη του ποιητή, δεν έχει ίχνος αλήθειας, τουλάχιστον από την πλευρά του Ρίτσου.
Ο Γιάννης Ρίτσος γεννήθηκε στη Μονεμβασιά Πρωτομαγιά του 1909. Δημοσίευσε πάνω από εκατό ποιητικές συλλογές και συνθέσεις, είκοσι δύο μυθιστορήματα, 1 θεατρικό έργο και μελέτες. Τα έργα του συμπληρώνουν πολλές μεταφράσεις, χρονογραφήματα και άλλα δημοσιεύματα. Αρκετά από τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε ξένες γλώσσες. Πολιτικά ανήκε στην Αριστερά (συγκεκριμένα στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας και την Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά όταν το ΚΚΕ βρισκόταν στη παρανομία) ενώ είχε και έντονη πολιτική και αντιστασιακή δράση.
Η αγωνιστική του έφεση και η επαναστατική του φύση τον οδηγούν στην προσχώρηση του κινήματος των «Πρωτοπόρων» και κατόπιν, το 1942, στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, ενώ έγινε μέλος και του Κ.Κ.Ε. Αργότερα αρχίζουν οι εξορίες στη Λήμνο, στη Μακρόνησο και στον Άγιο Ευστράτιο. Επιστρέφοντας στην Αθήνα, προσχώρησε στην Ε.Δ.Α. Το 1956 ταξίδεψε στη Σοβιετική Ένωση και στην Κούβα. Κατά τη διάρκεια της χούντας των Συνταγματαρχών εξορίστηκε και πάλι, αρχικά στη Γυάρο και κατόπιν στη Λέρο. Με το πέρας της δικτατορίας και τη μεταπολίτευση, ο Ρίτσος έγινε ευρέως γνωστός, τόσο στον ελλαδικό χώρο, όσο και στο εξωτερικό, ενώ ακολούθησαν πολλές διακρίσεις και βραβεύσεις.
Η Σονάτα του Σεληνόφωτος, ο Επιτάφιος και η Ρωμιοσύνη είναι κάποια από τα σημαντικότερα ποιήματα του Ρίτσου, ενώ έχει κάνει και πολλές μεταφράσεις ξένων ποιητών. Πολλά ποιήματα του Ρίτσου έχουν μελοποιηθεί από τον Μίκη Θεοδωράκη, γνωστότερα εξ αυτών: Η Ρωμιοσύνη και ο Επιτάφιος αλλά και άλλα.
Μεταξύ των τιμητικών διακρίσεων του Ρίτσου περιλαμβάνονται το κρατικό βραβείο ποίησης και το βραβείο Λένιν.
Παιδικά χρόνια
Ήταν το τελευταίο παιδί της οικογένειας Ρίτσου. Ο πατέρας του Ρίτσου, Ελευθέριος, γεννήθηκε το 1872 και είχε καταγωγή από την Κρήτη. Ο Ελευθέριος Ρίτσος ήταν κληρονόμος τεράστιας κτηματικής περιουσίας και βασιλόφρων. Είχε συναναστροφές με τον κλήρο και είχε ελλιπείς γνώσεις καθώς τελείωσε μονάχα το δημοτικό. Η μητέρα του Ρίτσου ήταν η Ελευθερία Βουζαναρά, γεννημένη το 1879, κόρη πλουσίων εμπόρων από το Γύθειο. Οι δυο τους παντρεύτηκαν όταν ήταν ακόμα εκείνη 13 ετών και είχε συμφωνηθεί ότι θα συζούσαν οριστικά μόλις τελείωνε το γυμνάσιο.
Το ζευγάρι δεν τα πήγαινε καλά, καθώς ο Ελευθέριος ήταν χαρτοπαίχτης και γυναικάς. Η οικογένεια Ρίτσου απέκτησε τελικά τέσσερα παιδιά, τη Νίνα το 1898, τον Δημήτρη το 1899, τη Σταυρούλα (Λούλα) το 1908 και τον Γιάννη το 1909.
Τον Σεπτέμβριο του 1925, ο Γιάννης Ρίτσος και η αδελφή του, Λούλα, εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα. Εκεί έπιασαν ένα δωμάτιο σε ένα ξενοδοχείο στην οδό Μπενάκη. Έπιασε αργότερα δουλειά ως δακτυλογράφος σε γραφείο ενός συμβολαιογράφου, στη βιβλιοθήκη του οποίου γνώρισε τον Άγγελο Σικελιανό, τον Κωστή Παλαμά και άλλους διανοούμενους της εποχής. Έως το 1926, τα πράγματα πήγαιναν καλά για τα δύο αδέλφια, ώσπου τότε εμφανίστηκε για πρώτη φορά η ασθένεια του. Ο γιατρός της οικογένειας τον έστειλε στη Μονεμβασιά, όπου, όπως πίστευε, θα έβρισκε καλύτερη περιποίηση. Τελικά, μετά από τη δίμηνη παραμονή του στην Αθήνα, επέστρεψε στην πατρώα γη. Επιστρέφοντας ο Ρίτσος από τη Μονεμβασιά είχε έτοιμες δύο ποιητικές συλλογές: Στο Παλιό μας Σπίτι και το Δάκρυα και Χαμόγελα. Τον Ιανουάριο του 1927 η αιμόπτυση επανήλθε και ήταν βέβαιο πλέον ότι έπασχε κι αυτός από φυματίωση. Στις 22 Φεβρουαρίου 1927 εισήλθε στο νοσοκομείο Νοσοκομείο Σωτηρία, όπου για τα επόμενα τρία χρόνια ήρθε σε επαφή με διάφορους αριστερούς και συνδικαλιστές. Ο «δάσκαλός» του είναι ο Βασίλης, ο οποίος εκτελέστηκε αργότερα από τους Γερμανούς, στην Κατοχή.
Στο σανατόριο του «Σωτηρία» γνωρίστηκε με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη. Αντάλλασσαν ποιήματα ο ένας στον άλλον και λόγω της αγάπης τους για την ποίηση θα βρουν παρηγοριά. Ο ίδιος ο ποιητής αφηγήθηκε στον Κ. Σταματίου.:
Υπήρχε μια μεγάλη “αίθουσα υποδοχής” με το μοναδικό πιάνο με ουρά στη «Σωτηρία». Τ’ απόγευμα, πήγαινα εκεί και έπαιζα αναζητώντας κάποια παρηγοριά στη μουσική. Ακούγοντας το πιάνο η Πολυδούρη κατέβαινε από το δωμάτιό της και έτσι γνωριστήκαμε.
Εκεί μέσα ανέπτυξαν θερμούς δεσμούς φιλίας οι δύο ποιητές. Μάλιστα ο ένας έχει αφιερώσει στον άλλον και ποιήματα..
Ο ποιητής, μετά το πέρας του τρίτου έτους της παραμονής του στο νοσοκομείο, δεν είχε πια λεφτά για την παραμονή του. Κατόπιν, τον μετέφεραν σε στρατιωτικό νοσοκομείο, για να καταλήξει στο Άσυλο Φυματικών Καψαλώνας, ένα ερειπωμένο και άθλιο κατάλυμα. Οι συνθήκες εκεί ήταν απαράδεκτες. Έτσι, ο Ρίτσος έστειλε ένα γράμμα στην εφημερίδα Εφεδρικός Αγών και τόνισε τα προβλήματα που βίωναν καθημερινά οι ασθενείς εκεί πέρα. Ο Ρίτσος είπε αργότερα για εκείνη την εμπειρία του: Στην Καψαλώνα ένιωσα πρώτη φορά τον εαυτό μου σαν εντολοδόχο, τον υπεύθυνο ενός κόσμου.
Στην Καψαλώνα ο Ρίτσος, μαζί με άλλα ποιήματά του, από το προηγούμενο σανατόριο, συνέθεσε τις πρώτες του ποιητικές συλλογές: Τρακτέρ και Πυραμίδες.
Η δεκαετία 1930-1940
Τον Απρίλιο του 1931, η αδελφή του Λούλα παντρεύτηκε έναν μετανάστη από την Αμερική, τον Δημήτρη Σταυρόπουλο, ο οποίος συνέδραμε οικονομικά και τον αδελφό της, τον Γιάννη. Έτσι, ο Ρίτσος βρήκε περισσότερο χρόνο για τη συγγραφή ποιήσεως.
Το 1932, την οικογένεια την ξαναβρήκε συμφορά: Ο πατέρας του Ρίτσου, που ζούσε μόνος στη Μονεμβασιά, δεν είχε τα προς το ζην και σε συνδυασμό με την άρνησή του για βοήθεια από τους συγχωριανούς του έχασε τα λογικά του και τρελάθηκε. Τον μετέφεραν εν τέλει το 1934 στο δημόσιο ψυχιατρείο του Δαφνίου.
Η αδελφή του που είχε πάει στην Αμερική επέστρεψε για να τον φροντίσει και εν τω μεταξύ είχε κλονιστεί πολύ κι αυτή με όλα αυτά που συνέβαιναν στην οικογένειά τους. Την περίοδο αυτή ο Ρίτσος προσπάθησε να ακολουθήσει το επάγγελμα του χορευτή και του ηθοποιού σε ένα θέατρο στην Κυψέλη, με τη διάσημη Ζωζώ Νταλμάς, αφού ο γάμος της αδελφής του δεν κράτησε πολύ και αναγκάστηκε να εργαστεί.
Ο Επιτάφιος
Το 1934 έγινε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος. Τον ίδιο χρόνο εκδόθηκε η πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο Τρακτέρ, ενώ ξεκίνησε να δημοσιεύει στον Ριζοσπάστη τη στήλη «Γράμματα για το Μέτωπο». Το Μάιο του 1936, οι εργατικές κινητοποιήσεις είχαν κορυφωθεί στη Θεσσαλονίκη. Στις 9 Μαΐου η μεγάλη απεργία και διαδήλωση των καπνεργατών πνίγηκε στο αίμα από την κυβέρνηση Μεταξά με συνολικά δώδεκα νεκρούς, ανάμεσα στους οποίους και ο 25χρονος αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης. Ο Ριζοσπάστης, την επόμενη ημέρα, δημοσίευσε φωτογραφία, στην οποία αποτυπώθηκε η μητέρα του Τάσου Τούση να σπαράζει πάνω από τη σορό του, μόνη στο μέσο της διασταύρωσης των οδών Βενιζέλου και Εγνατίας. Η φωτογραφία συγκλόνισε τον ποιητή και ταυτόχρονα τον ενέπνευσε: Ο Ρίτσος κλείστηκε στη σοφίτα του και έγραψε τα τρία πρώτα μέρη του Επιταφίου. Ο Ριζοσπάστης στις 12 Μαΐου του 1936 τα δημοσίευσε υπό τον τίτλο Μοιρολόι. Χαρακτηριστικοί στίχοι του ποιήματος είναι:
Ο Ρίτσος ολοκλήρωσε τα πρώτα 14 ποιήματά του, τα οποία εκδόθηκαν από το «Λαϊκό Βιβλιοπωλείο» σε 10.000 αντίτυπα (αριθμός ρεκόρ). Από αυτά πουλήθηκαν σχεδόν όλα, εκτός από 250, τα οποία κάηκαν μετά την εγκαθίδρυση της δικτατορίας από τον Ιωάννη Μεταξά στις 4 Αυγούστου του 1936. Το ποίημα αυτό έγινε ένα από τα γνωστότερα στο ελληνικό κοινό ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου.
Στις 15 Οκτωβρίου του 1936, ο Ρίτσος έγινε μέλος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών. Οι παραστάσεις που έδινε ως χορευτής και ως ηθοποιός (και οι οποίες δεν τον έκαναν ιδιαίτερα υπερήφανο) τον ταλαιπώρησαν τόσο, που τον οδήγησαν στο να υποτροπιάσει η υγεία του. Αυτή τη φορά, από τον Οκτώβριο του 1937 έως τον Απρίλιο του 1938, έζησε στο σανατόριο της Πάρνηθας, στο οποίο έγραψε το Μια πυγολαμπίδα φωτίζει τη νύχτα και την Εαρινή Συμφωνία, χάριν του πρωτοφανέρωτου έρωτα. Οι συμφορές τόσο για την οικογένεια, όσο και για τον ίδιο συνεχίστηκαν, όταν η αδελφή του η Λούλα επισκέφτηκε στις 9 Φεβρουαρίου του 1937 την αδελφή τους και της είπε ότι είδε τον Θεό. Ακολούθως, κατευθύνθηκε κι εκείνη στο Δαφνί, όπου βρισκόταν ο πατέρας της και μάλιστα στις 5 Νοεμβρίου 1938 είδε να βγάζουν τη σορό του πατέρα της από τον απέναντι θάλαμο. Ο Ρίτσος εμπνεύστηκε από τα παθήματα της αδελφής του και έγραψε το ποίημα Τραγούδι της Αδελφής μου, για το οποίο ο Κωστής Παλαμάς έγραψε στο τελείωμα του τετράστιχου: «Να παραμερίσουμε ποιητή για να περάσεις.»
Στις 30 Νοεμβρίου 1937, η Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών τον δέχτηκε ως μέλος της με 22 ψήφους μεταξύ 27. Φεύγοντας από το σανατόριο, προσλήφθηκε από το Βασιλικό Θέατρο. Εκεί γνώρισε τον Μάνο Κατράκη· η φιλία τους κράτησε για πάντα. Εκεί συνάντησε και τον Τάκη Φιλιακό, που είχαν ήδη γνωριστεί και αργότερα μεταπήδησαν στην Εθνική Λυρική Σκηνή, όπου εμφανίστηκε με το ψευδώνυμο Ι. ή Γ. Βάμβας. Το 1940 εκδόθηκε το Εμβατήριο του Ωκεανού, αλλά τα γεγονότα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου τον πρόλαβαν και εγκαταστάθηκε κατάκοιτος στο σπίτι του Τάκη Φιλιακού. Κατόπιν εντάχθηκε και στο Μορφωτικό Τμήμα του Ε.Α.Μ.
Ο ηθοποιός Στέλιος Βόκοβιτς, βλέποντάς τον να πεινά, να είναι άρρωστος και δυστυχής, απευθύνθηκε στην εφημερίδα Ακρόπολις και ο Αλέκος Λιδωρίκης έγραψε ένα άρθρο για τη σωτηρία του ποιητή και πρότεινε δημόσιο έρανο. Οι προσφορές έφτασαν, αλλά ο Ρίτσος τις αποποιήθηκε.
Το 1977, θα κερδίσει την ύψιστη διάκριση των σοσιαλιστικών χωρών: Το Βραβείο Λένιν, για την Ειρήνη και τη Φιλία των Λαών. Ο Ρίτσος θα το δεχτεί με πολύ μεγάλη συγκίνηση. Τη χρονιά αυτή γράφει Το Τερατώδες Αριστούργημα, κλείνοντάς το με το ποίημα Γίνγεσθαι. Ο υπότιτλος του έργου αυτού είναι «Απομνημονεύματα ενός ήσυχου ανθρώπου που δεν ήξερε τίποτα».
Τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης θα γίνουν τα χρόνια της αναγνώρισης για τον ποιητή. Αρχίζουν οι βραβεύσεις και οι διακρίσεις. Αρχίζει και γίνεται γνωστός στο ευρύ κοινό, ακόμα και σε αυτούς που δε γνωρίζουν από ποίηση ή δεν ασχολούνται. Τα μέσα δημοσιεύουν άρθρα και φωτογραφίες του. Μετά από εξορίες, διώξεις και απομόνωση, η αγάπη του κόσμου εκφράζεται με πρωτόγνωρες εκδηλώσεις. Εκείνος αρχίζει και ταξιδεύει στο εξωτερικό, για να παραλάβει βραβεία που του δόθηκαν. Το 1975, παραλαμβάνει από τη Βουλγαρία, το Διεθνές Βραβείο Γκεόργκι Δημητρόφ. Έπειτα από την Ιταλία, το 1976 το Αίτνα-Ταορμίνα κ.ά.
Τα ταξίδια και οι διακρίσεις θα συνεχιστούν και τα επόμενα χρόνια. Παρόλα αυτά, ο Ρίτσος, που είχε προταθεί πάνω από δύο φορές για το Βραβείο Νόμπελ, λέγεται ότι δεν το πήρε για πολιτικούς λόγους, καθώς, ως αναφέρεται, η Σουηδική Ακαδημία πολλές φορές εκπληρώνει πολιτικούς σκοπούς
Ο Ρίτσος νόσησε από φυματίωση, ξεπέρασε την ασθένεια (πράγμα δύσκολο για την εποχή) και πέρασε από υλικές και ηθικές δοκιμασίες. Στο σανατόριο του «Σωτηρία», όπου νοσηλευόταν, ήρθε κοντά με τον μαρξισμό και την Αριστερά, πράγματα που επηρέασαν βαθύτατα την ποίησή του και τον τρόπο ζωής του. Αφού πέρασε από διάφορα σανατόρια, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου εργάστηκε ως αυτοδίδακτος σκηνοθέτης στην Εργατική Λέσχη και ως ηθοποιός και χορευτής σε επιθεωρήσεις.
Ο Γιάννης Ρίτσος πέθανε στην Αθήνα στις 11 Νοεμβρίου 1990. Η σορός του ενταφιάστηκε στη γενέτειρά του, τη Μονεμβασιά. Άφησε πίσω του 50 ανέκδοτες συλλογές ποιημάτων.
Η ποίηση του Γιάννη Ρίτσου επηρεάστηκε τόσο από τα βιώματά του, όσο και από τις κοινωνικές αναταραχές της χώρας. Μέσα στα ποιήματά του έχει βιώματα που αντλήθηκαν από τον Εμφύλιο Πόλεμο, τις εξορίες που υπέστη και από κάθε κοινωνικό, μικρό ή μεγάλο, έναυσμα που το δόθηκε, όπως για παράδειγμα το ποίημα του ο Επιτάφιος. Ο Ρίτσος μέσα στα ποιήματά του γίνεται άλλοτε ερωτικός κι άλλοτε βαθιά υπαρξιακός. Η Χρύσα Προκοπάκη αναφέρει: «Αν κάποιος θα ήθελε να διαβάσει την ιστορία του περασμένου αιώνα, θα την έβρισκε ακέραια στην ποίηση του Ρίτσου.» .Ο Ρίτσος έδωσε την πρώτη του παρουσία στα γράμματα το 1924 με το ψευδώνυμο «Ιδανικό Όραμα», στο περιοδικό Η Διάπλασις των Παίδων. Η παρουσία αυτή άρχισε επίσημα το 1930 και τελείωσε με τον θάνατο του ποιητή, αφού δημιουργούσε μέχρι και το τέλος του.
Με πληροφορίες από τη wikipedia
Δείτε επίσης