Ο Γιάννης Ρίτσος πιο επίκαιρος από ποτέ: Το ποίημα για το νεκρό κοριτσάκι και το τραγούδι για τη σιδηροδρομική τραγωδία στο Δοξαρά

Η σιδηροδρομική τραγωδία στα Τέμπη είναι η μεγαλύτερη που έχει βιώσει η Ελλάδα, αλλά δυστυχώς δεν είναι η μοναδική. Άλλες δύο φορές στο παρελθόν, η χώρα έζησε δύο φρικιαστικά δυστυχήματα με αμαξοστοιχίες. Το πρώτο ήταν το 1968 στο Δερβένι με 34 νεκρούς κι εκατοντάδες τραυματίες. Και το δεύτερο το 1972 ήταν στο Δοξαρά της Λάρισας – ήταν κι εκείνη μετωπική σύγκρουση – με 19 νεκρούς και 44 τραυματίες.

Στο δεύτερο δυστύχημα του 1972 ο εθνικός μας ποιητής Γιάννης Ρίτσος, συγκλονισμένος για τη νέα τραγωδία που βίωνε η χώρα, έγραψε το ποίημα “Άιντε και ντε”. Η φιλία του με τον αξέχαστο συνθέτη Νίκο Μαμαγκάκη δημιούργησε ένα «ιδιόμορφο» Βαλς – Ζεϊμπέκικο, το οποίο ερμήνευσε με τη μοναδική του φωνή ο Γιάννης Πουλόπουλος και συμπεριλήφθηκε στον δίσκο του Νίκου Μαμαγκάκη «11 λαϊκά τραγούδια του Γιάννη Ρίτσου» που κυκλοφόρησε από τη LYRA το Νοέμβρη του 1972.

Ένα τραγούδι που δεν επέτρεψε να ξεχαστεί εκείνη η τραγωδία. Και δεν ξεχάστηκε, αφού με αφορμή το δυστύχημα των Τεμπών, πολλοί είναι εκείνοι που το θυμήθηκαν. Οι, δε, στίχοι του συγκλονιστικοί και ανατριχιαστικά επίκαιροι.

Οι στίχοι του τραγουδιού

Άιντε και ντε
άιντε και ντε
άιντε και ντε
άιντε ντε
άιντε και ντε
Άιντε το τραίνο πήγαινε
όρθιος ο μηχανοδηγός
με το κασκέτο του στραβά
καλό τιμόνι κουμαντάριζε
μες στη καπνιά
μες στη βραδιά
με μπλούζα σαν λυκοπροβιά
ασίκης μηχανοδηγός
με το μικρό μουστάκι του
καλό τιμόνι οδήγαγε
το τραίνο για τον ουρανό
άιντε και ντε…
Κι όλο στον ουρανό το τραίνο πήγαινε
άιντε και νύχτωνε
πίσω του δάσος ορφανό
άφηνε μιαν ουρά καπνό
στο ματωμένο δειληνό
άιντε ντε
Άιντε και ντε…
μες στην πετσέτα το ψωμί και το κρομμύδι
ώρα για σχόλασμα παιδιά
ένας σπουργίτης μοναχά
τα ψίχουλα τσιμπολογά
άιντε και ντε…
Άιντε και ντε…
άιντε τα τραίνα βούλιαξαν
ένα μονάχο καταμόναχο
έξω απ’ τις ράγες πήγαινε
με τους νεκρούς του θερμαστές
και τους νεκρούς εισπράκτορες
μια μαλακιάν ουρά καπνό
άφηνε μες στον ουρανό
μεγάλο δάσος ορφανό
μια μαλακιάν ουρά καπνό
στο μαραμένο δειληνό
άιντε και ντε…
Άιντε και ντε…
κάψα και σίδερο
Να μια, να δυο, να κι άλλη μια
λοστοί ξηνάρια και σφυριά
κι ο δυναμίτης στη βραχόπετρα
στα μάτια σου πέτρα μουγκή
στα μάτια σου πέτρα σκληρή
σπίτι δεν έχτισες εσύ
με τη δουλειά σου τη βαριά
χτίσ’ το λοιπόν με την βαρυά
να δυο, να τρεις να κι άλλη μια
κι ο κόκορας λαλεί μακρυά
άιντε και ντε…

“Ποτέ δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά απ’ τα σπίτια τους”

Ο Γιάννης Ρίτσος είχε μία σπάνια ευαισθησία για τα παιδιά, την οποία είχε εκφράσει μέσα από τα ποιήματά του. Και είμαστε σίγουροι πως σήμερα αν ζούσε, θα μάτωνε η ψυχή του με τον άδικο χαμό τόσων νέων παιδιών το δυστύχημα στα Τέμπη.

Και την ευαισθησία του εθνικού μας ποιητή στα παιδιά, θυμήθηκαν επίσης πολλοί, καθώς τις τελευταίες ώρες κάνει τον γύρο του διαδικτύου το ποίημα του, “Ποτέ δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά απ’ τα σπίτια τους” από τη συλλογή πολύστιχων ποιημάτων Υδρία, που κυκλοφόρησε το 1957 και ήταν αφιερωμένη στη Φωτεινούλα Φιλιακού, η οποία έφυγε από τη ζωή όταν ήταν 2 χρονών. Ο θάνατός της, τότε είχε συγκλονίσει τον Ρίτσο, ο οποίος έγραψε το ποίημα, το οποίο σήμερα πολλοί αφιερώνουν στα νεκρά παιδιά των Τεμπών.

Διαβάστε παρακάτω ένα απόσπασμα

Ποτέ δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά απ’ τα σπίτια τους,

τριγυρίζουν εκεί, μπλέκονται στα φουστάνια τής μητέρας τους

την ώρα που εκείνη ετοιμάζει το φαΐ κι ακούει το νερό να κοχλάζει

σα να σπουδάζει τον ατμό και το χρόνο. Πάντα εκεί –

Και το σπίτι παίρνει ένα άλλο στένεμα και πλάτεμα

σάμπως να πιάνει σιγαλή βροχή

καταμεσής καλοκαιριού, στα ερημικά χωράφια.

Δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά. Μένουν στο σπίτι

κι έχουν μια ξέχωρη προτίμηση να παίζουν στον κλεισμένο διάδρομο

και κάθε μέρα μεγαλώνουν μέσα στην καρδιά μας, τόσο

που ο πόνος κάτω απ’ τα πλευρά μας, δεν είναι πια απ΄τη στέρηση

μα απ’ την αύξηση. Κι αν κάποτε οι γυναίκες βγάζουν μια κραυγή στον ύπνο τους,

είναι που τα κοιλοπονάνε πάλι.

Κάποτε, μες στο βράδυ της άνοιξης, ένα παιδί σηκώνεται και φεύγει ανεξήγητα

χωρίς κανείς να το μαλώσει’ σηκώνεται αργά, απροειδοποίητα,

εκεί που καθόταν ήσυχα στο χώμα

κι η θέση του στο χώμα μένει ζεστή

και το σχήμα της στάσης του αχνίζει ακόμη στο δροσερόν αέρα

σχηματίζοντας ένα άλλο παιδί από υπόλευκη ζέστα. Τότε ολόγυρα

μαζεύονται, σα γύρω από μιαν άσπρη φωτιά, τα μικρά πρόβατα

να ζεσταθούνε’ και λίγο πιο πέρα

ένα ψηλό, ολομόναχο, άσπρο άλογο

φέγγοντας όλο κάτω απ΄ την αστροφεγγιά

κλαίει με μεγάλα, κατάφωτα δάκρυα, κρατώντας ολόρθο το κεφάλι του…..

Διαβάστε επίσης

Share: