Αλέξανδρος Ιόλας: Στο εξωτερικό τον τιμούσαν και στην Ελλάδα τον πολεμούσαν – Η ιστορία του παρεξηγημένου συλλέκτη

Ο Αλέξανδρος Ιόλας είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο της κοσμικής Αθήνας, ένας άνθρωπος του πολιτισμού, γκαλερίστας και σημαντικός συλλέκτης έργων μοντέρνας τέχνης κι ένας αυθεντικός κοσμοπολίτης.

Όμως, σίγουρα δεν ήταν μόνο αυτά. Γόνος μιας εύπορης οικογένειας από την Αλεξάνδρεια, από παιδί έκανε μεγάλα όνειρα για τη ζωή του και είναι από αυτές τις περιπτώσεις που κατάφερε να πετύχει όλα όσα ονειρευόταν. Όμως, σίγουρα, στο μυαλό του δεν είχε σχεδιάσει πως στη δύση της ζωής του, ο άνθρωπος που τους έρχονταν εύκολα στη ζωή του, θα γνώριζε και το σκληρό της πρόσωπο και κυρίως, θα γνώριζε τη σκληρότητα των ανθρώπων, τον χλευασμό και την απαξίωση.

Ο εύπορος νεαρός, Αλέξανδρος Ιόλας σίγουρα δεν είχε αυτό στο μυαλό του, όταν αποφάσισε να εγκαταλείψει την Αλεξάνδρεια και την οικογενειακή επιχείρηση και να έρθει στην Αθήνα να κυνηγήσει τα όνειρα του στην Τέχνη. Έχοντας, στις αποσκευές του μοναδικό εφόδιο 10 χρυσές λίρες και τρεις συστατικές επιστολές του Κωνσταντίνου Καβάφη που είχαν σαν αποδέκτες τον Παλαμά, τον Σικελιανό και τον Μητρόπουλο, ο 20χρονος Αλέξανδρος έφυγε για την Αθήνα.

Η γιαγιά του, όμως, είχε αντιρρήσεις, συμβουλεύοντάς τον – σχεδόν προφητικά -«Πήγαινε στη Γερμανία ή στην Ιταλία. Ποτέ μην πας στην Ελλάδα»… Και χρόνια αργότερα, επιβεβαιώθηκε με τον πιο δραματικό τρόπο.

Και γεννήθηκε… ο Αλέξανδρος Ιόλας

Το ταξίδι του Κωνσταντίνου Κουτσούδη (όπως ήταν το πραγματικό του όνομα) προς μια κοσμοπολίτικη ζωή είχε μόλις ξεκινήσει. Στην Αθήνα έμεινε μόνο για τέσσερα χρόνια. Στη συνέχεια φεύγει για το Βερολίνο (1931) αφού πρώτα έχει κάνει μια μικρή στάση στην Ιταλία. Στη Γερμανία αφιερώνεται στην τέχνη του χορού, αλλά μένει μόνο για τρία χρόνια. Εξαιτίας της ανόδου του ναζισμού την εγκαταλείπει και φεύγει για το Παρίσι. Έρχεται σε επαφή με μεγάλες μορφές της τέχνης, αλλά και με διακεκριμένους εικαστικούς.

Στα μέσα της δεκαετίας του ‘30 μετακομίζει στη Νέα Υόρκη και γίνεται κορυφαίος χορευτής στη νεοσύστατη «Ballet Theatre Company» και αργότερα αναλαμβάνει τη διεύθυνση των μπαλέτων του «Μαρκησίου de Cuevas». Η αγάπη του για τα έργα τέχνης ξεκίνησε το 1931 όταν περνώντας έξω από μια γκαλερί, είδε και… ερωτεύτηκε έναν πίνακα του Ντε Κίρικο. Μπήκε μέσα, έδωσε μια γενναία προκαταβολή και χρειάστηκαν πέντε χρόνια για να τον ξεπληρώσει.

Το 1940 συνδέθηκε με τη Θεοδώρα Ρούσβελτ, εγγονή του Προέδρου των ΗΠΑ, η οποία ήταν εκείνη που τον «βάφτισε» Αλέξανδρο Ιόλα. Το 1944 μετά από ένα πέρασμα από τη Βραζιλία και επικαλούμενος ένα τραύμα στο πόδι εγκατέλειψε για πάντα τον χορό, προκειμένου να στραφεί στην άλλη μεγάλη αγάπη του. Με τη βοήθεια της φίλης του δούκισσας Μαρία ντε Γκραμόν άνοιξε το 1946 την πρώτη του γκαλερί στη Νέα Υόρκη.

Ο Έλληνας που ανακάλυψε τον Γουόρχολ

Από εκεί και πέρα υπάρχει μόνο η άνοδος. Οτιδήποτε είχε σχέση με τέχνη και Νέα Υόρκη έφερε την υπογραφή του Ιόλα. Είναι αυτός που κάνει συμφωνία και ευρωπαίοι σουρεαλιστές στέλνουν τα έργα τους σε γκαλερί των ΗΠΑ. Είναι αυτός που ανακαλύπτει το σπουδαίο ταλέντο του Άντι Γουόρχολ και αλλάζει ουσιαστικά τη ροή των πραγμάτων στο ποπ αρτ κίνημα στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.

Δημιουργεί το τεράστιο δίκτυο των Alexandre Iolas Galleries σε Ευρώπη και ΗΠΑ και μέσα από αυτές προσπαθεί και σε μεγάλο βαθμό καταφέρνει να επιβάλει Έλληνες καλλιτέχνες όπως ο Γκίκας, ο Μόραλης και ο Τσαρούχης στο εξωτερικό.

Τη δεκαετία του 1960 ο Ιόλας είναι πια διάσημος και έχει γνωριμίες που του επέτρεπαν να κάνει τα πάντα. Η αγάπη και η νοσταλγία για την Αθήνα θα τον οδηγήσουν στην αγορά ενός χωραφιού μέσα σε κάτι αμπελώνες στην Αγία Παρασκευή, όπου εκεί θα χτίσει την περίφημη βίλα του.

Ο χλευασμός, το σκάνδαλο με την τραβεστί “Κάλλας” και η πτώση του μύθου

Ο Αλέξανδρος Ιόλας υπήρξε στενός φίλος του Κωνσταντίνου Καραμανλή, του Μιχάλη Κακογιάνη και του Κώστα Τάχτση. Δεν έκρυψε ποτέ πως ήταν ομοφυλόφιλος ενώ συχνά έλεγε πως «οι Έλληνες είναι οι καλύτεροι εραστές», προκαλώντας τη σεμνότυφη κοινωνία της εποχής.

Ο Αλέξανδρος Ιόλας υπήρξε εκκεντρικός και αρκετοί τον είχαν κατηγορήσει για αλαζονεία και υπεροψία. Ο ίδιος τους αγνοούσε. Μέχρι που στρέφεται εναντίον του μία μερίδα Τύπου με πρώτο βιολί την «Αυριανή» που εξαπολύουν μια πρωτοφανή εκστρατεία σπίλωσης του ονόματός του.

Ωστόσο, για τον συλλέκτη, το τελειωτικό χτύπημα, θα του το δώσει το ανύπαρκτο σκάνδαλο που ξέσπασε από μία τραβεστί με το ψευδώνυμο «Μαρία Κάλλας». Η Ελλάδα βάζει στο περιθώριο τον Ιόλα την ίδια εποχή που η γαλλική δημοκρατία τον τιμούσε με το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής!

H τραβεστί «Μαρία Κάλλας» ήταν ένας από τους ανθρώπους που ο Ιόλας ευεργέτησε αλλά όπως αποδείχτηκε αργότερα ήταν ένας ψυχικά ανισόρροπος άνθρωπος. Το πραγματικό της όνομα ήταν Αντώνης Νικολάου και γνωρίστηκε με τον ίδιο μέσω του Τσαρούχη όταν εκείνη δούλευε σε κάποιο καμπαρέ της Αθήνας.

Άρχισε να εργάζεται στη βίλα ως υπεύθυνη γκαρνταρόμπας, με τον ίδιο να την πληρώνει αδρά για της υπηρεσίες της. Το χρήμα, άλλωστε, δεν ήταν αυτό που τον απασχολούσε. Είχε χρήμα, φήμη και γνωριμίες που ο καθένας θα ζήλευε. Αυτό που δεν είχε και αποδείχτηκε περίτρανα ήταν η υποστήριξη των ανθρώπων που θεωρούσε δικούς του.

Η «Κάλλας» δε δίστασε να κλέψει πολλά από τα έργα αξίας της κατοικίας. Ο Ιόλας όταν το αντιλήφθηκε, την απέλυσε και εκείνη θέλησε να τον εκδικηθεί. Ήξερε πολύ καλά τι υπάρχει μέσα στο σπίτι και φρόντισε να μεταφέρει στον Τύπο κάθε μυστικό.

Το τέλος πλησίαζε. Η «Κάλλας» εισακούεται και ο Ιόλας γίνεται ξανά πρωτοσέλιδο. Κατηγορήθηκε για αρχαιοκαπηλία, όργια, παιδεραστία και ναρκωτικά, την ώρα που ψυχολογικά και σωματικά ήταν ήδη ταλαιπωρημένος, αφού είχε μάθει πως είχε AIDS. «Λάτρης της σκλαβιάς, εχθρός της πολιτικής, φιλοαμερικανός, φασίστας, πανσεξουαλιστής, Χίτλερ του σεξ, σαδιστής και μαζοχιστής, υπεύθυνος για ναρκομανείς και ηθικός αυτουργός φόνου», έγραφαν οι εφημερίδες, ενώ παράλληλα η τραβεστί απειλούσε να δώσει στη δημοσιότητα φωτογραφίες με σεξουαλικές ακρότητες.

Η ομοφυλοφιλία του Ιόλα ήταν γνωστή. Αυτό που εξόργισε την ελληνική κοινωνία δεν ήταν οι σεξουαλικές του προτιμήσεις, αλλά το γεγονός πως υπήρξαν κατηγορίες πως στα όργια της βίλας συμμετείχαν και ανήλικοι. Η παρέμβαση του εισαγγελέα ήταν κάτι παραπάνω από αναμενόμενη για την υπόθεση του «ανακτόρου των ρωμαϊκών οργίων», όπως αποκαλούσαν πια το σπίτι του.

Το μόνο που αρκέστηκε ο ίδιος να δηλώσει, μέσω της διαθήκης του, κατά την οποία άφηνε όλη του την περιουσία στο ελληνικό Δημόσιο υπό έναν όρο: «Αρκεί να αποκατασταθεί το όνομά μου γιατί πόρνος, αρχαιοκάπηλος και ναρκομανής δεν υπήρξα ποτέ».

Παρότι οι δικηγόροι του υποστήριξαν πως πράγματι τα κομμάτια της συλλογής του ήταν δηλωμένα και ο ίδιος είχε άδεια συλλέκτη από το 1966, ο Ιόλας δε δικαιώθηκε ποτέ, τουλάχιστον όχι με τον τρόπο που περίμενε.

Το πρωτοφανές πλιάτσικο της συλλογής και οι εικόνες – ντροπής από τη βίλα του

Μετά το θάνατό του, οι κληρονόμοι δεν κατάφεραν να βρουν μια συμβιβαστική λύση. Η διαμάχη τους οδήγησε στη σφράγιση της βίλας που άλλοτε έσφυζε από ζωή. Μέσα σε ελάχιστους μήνες το Μουσείο του Ιόλα καταληστεύτηκε, καταστράφηκε, έχασε κάθε ίχνος της παρουσίας ενός ανθρώπου της τέχνης, όπως ήταν ο ιδιοκτήτης της και εγκαταλείφθηκε από το κράτος σα να επρόκειτο για μηδαμινής αξίας περιουσία.

Ορισμένα από τα κλεμμένα κομμάτια βρέθηκαν στην οικεία της αδερφής του και κατασχέθηκαν από τις Αρχές. Ορισμένα μεγάλα γλυπτά εντοπίστηκαν συσκευασμένα για εξαγωγή, σε αποθήκη μεταφορικής εταιρείας χωρίς φυσικά καμία άδεια. Τα περισσότερα, όμως, δε βρέθηκαν ποτέ.

Και μάλιστα κανείς μέχρι σήμερα δεν έχει σεβαστεί το χώρο που θα μπορούσε να αποτελεί πόλο έλξης για χιλιάδες τουρίστες ετησίως. Στη βίλα μπαινοβγαίνει ανενόχλητος όποιος θέλει, κλέβει ό,τι έχει απομείνει, καταστρέφει τα ελάχιστα γλυπτά και μάρμαρα που έχουν επιζήσει στους εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους και φροντίζει να «στολίζει» τους τοίχους με μια άλλου είδους «τέχνη» που σίγουρα η αισθητική του Ιόλα θα απέρριπτε.

Η διαθήκη του Ιόλα

Παρά την πίκρα του ο Ιόλας διαισθανόμενος ίσως πως το τέλος του πλησιάζει, φωνάζει δυο προσωπικούς του φίλους και τους υπαγορεύει τη διαθήκη του, σύμφωνα με την οποία:

«Ο κάτωθι υπογεγραμμένος Αλέξανδρος Ιόλας σήμερον, την 17 Φεβρουαρίου 1987, δια της παρούσης επιστολής μου θέλω να δηλώσω, παρά τις βεβαιωμένες μου απογοητεύσεις στην Ελλάδα δια την κατηγορία μου περί αρχαιοκαπηλίας και τον διασυρμό του ονόματός μου από τον τύπο, ότι αποφάσισα μετά θάνατον, όλα τα αρχαία της συλλογής μου να περιέλθουν ως δωρεά δική μου εις την Ιδιοκτησία του Ελληνικού Δημοσίου. Εφ’ όσον δε ζω πλέον, να φροντίσετε να αποκατασταθεί το όνομά μου, διότι αρχαιοκάπηλος δεν υπήρξα ποτέ μου. Με αγάπη για την Ελλάδα».

Δυστυχώς για τον ίδιο η τελευταία του επιθυμία δεν εκπληρώθηκε καθώς η ελληνική κυβέρνηση τότε αρνήθηκε την προσφορά του. Δεν αναγνωρίστηκε ποτέ η αγάπη του για τη χώρα.

Πικραμένος έφυγε για την Αμερική, όπου λίγο καιρό αργότερα πέθανε νικημένος από το AIDS. Ήταν 8 Ιουνίου 1987.

Το μεγαλύτερο μέρος της συλλογής το λεηλατήθηκε. Μέσα σε λίγες ημέρες μια συλλογή με 11.000 σπάνια έργα τέχνης έκανε… «φτερά»! Κανείς ποτέ δεν έμαθε ποιος κρυβόταν πίσω από αυτό το πλιάτσικο της ντροπής.

Κλείνοντας, δεν έχουμε παρά να παραθέσουμε ξανά την προφητική συμβουλή της γιαγιάς του Ιόλα… “Ποτέ μην πας στην Ελλάδα“!

Διαβάστε επίσης

Share: