Αλλά το εύθραυστο οικοδόμημα του έρωτα τους θα καταστρεφόταν μια και καλή, γιατί το οικοδόμημα στεκόταν στο ένα και μοναδικό υποστύλωμα της πίστης της και οι έρωτες είναι σαν τις αυτοκρατορίες: μόλις εξαφανίζεται η ιδέα πάνω στην οποία χτίστηκαν, εξαφανίζονται και αυτοί μαζί της.
Ήθελε να γίνει ένα μαζί του. Έτσι τον διαβεβαίωνε πεισματικά, κοιτάζοντας τον μες στα μάτια, ότι δεν ένιωθε ηδονή, παρ’ όλο που το χαλί ήταν μουσκεμένο απ’ τον οργασμό της: «Δεν ζητάω την ηδονή, ζητάω την ευτυχία, κι η ηδονή χωρίς ευτυχία δεν είναι ηδονή».
Μ’ άλλα λόγια, χτυπούσε στο κιγκλίδωμα της ποιητικής του μνήμης.
Το κιγκλίδωμα όμως ήταν κλειστό. Δεν υπήρχε θέση γι’ αυτήν στην ποιητική μνήμη του Τόμας. Δεν υπήρχε θέση γι’ αυτήν παρά μόνον πάνω στο χαλί.
Έχω ήδη πει ότι οι μεταφορές είναι επικίνδυνες. Ο έρωτας αρχίζει από μια μεταφορά.
Μ’ άλλα λόγια: ο έρωτας αρχίζει από τη στιγμή που μια γυναίκα εγγράφεται με μια από τις κουβέντες της, στην ποιητική μας μνήμη.
Του διηγήθηκε: «Ήμουν θαμμένη. Από καιρό. Ερχόσουν να με δεις μια φορά την εβδομάδα. Χτυπούσες στον τάφο κι έβγαινα. Τα μάτια μου ήταν γεμάτα χώματα.
«Έλεγες: «Δεν μπορείς να δεις τίποτα», και μου έβγαζες τα χώματα απ’ τα μάτια.
»Σου απαντούσα: Έτσι κι αλλιώς, τίποτα δε βλέπω. Έχω τρύπες στη θέση των ματιών».
»Μετά, έλειψες για πολύ καιρό και ήξερα ότι ήσουν με μια άλλη.
Οι εβδομάδες περνούσαν και δεν ερχόσουν. Δεν κοιμόμουν πια καθόλου γιατί φοβόμουν μήπως έρθεις και δεν το καταλάβω.
Μια μέρα, ήρθες επιτέλους και χτύπησες στον τάφο, άλλα ήμουν τόσο εξαντλημένη που είχα μείνει έναν ολόκληρο μήνα χωρίς να κοιμηθώ, ώστε μόλις που βρήκα τη δύναμη ν’ ανέβω και να συρθώ έξω.
Όταν πια τα κατάφερα, εσύ έμοιαζες απογοητευμένος. Μου είπες ότι η όψη μου ήταν κακή.
Ένιωθα πως δεν σου άρεσα, ότι τα μάγουλα μου ήταν σκαμμένα, ότι έκανα κινήσεις σπασμωδικές.
»Για να δικαιολογηθώ, σου είπα: «Συγχώρεσε με δεν έχω κοιμηθεί όλον αυτόν τον καιρό».
»Κι εσύ είπες με μια καθησυχαστική φωνή που όμως έμοιαζε ψεύτικη: «Βλέπεις, πρέπει να ξεκουραστείς. Θα έπρεπε να πάρεις ένα μήνα διακοπές».
»Και ήξερα καλά τι ήθελες να πεις μιλώντας για διακοπές! Ήξερα ότι ήθελες να μείνεις έναν ολόκληρο μήνα χωρίς να με δεις επειδή θα ήσουν με μια άλλη.
Έφυγες και ξανακατέβηκα στο βάθος του τάφου, και ήξερα ότι θα ήμουν ακόμα ένα μήνα χωρίς ύπνο, για να μην έρθεις και δεν το καταλάβω, κι ότι όταν θα ξαναρχόσουν, σ’ ένα μήνα, θα ήμουν ακόμα πιο άσχημη και θα ήσουν ακόμα πιο απογοητευμένος».
Ποτέ του δεν είχε ακούσει τίποτα σπαρακτικότερο απ’ τη διήγηση αυτή.
Έσφιγγε την Τερέζα στην αγκαλιά του, αισθανόταν το κορμί της να τρέμει και νόμιζε ότι δεν είχε πια τη δύναμη να σηκώσει τον έρωτα τους.
Ο πλανήτης μπορούσε να συγκλονίζεται από τις εκρήξεις των βομβών, τη πατρίδα μπορούσε καθημερινά να τη λεηλατεί κι ένας καινούριος εισβολέας, όλοι οι κάτοικοι της συνοικίας μπορούσαν να οδηγηθούν στο εκτελεστικό απόσπασμα, όλα αυτά θα τα είχε υπομείνει πιο εύκολα απ’ ό,τι θα τολμούσε να ομολογήσει στον εαυτό του. Αλλά η θλίψη ενός μονάχα ονείρου της Τερέζας τού ήταν ανυπόφορη.
«Υπήρχε κάτι θαυμάσιο στο άρθρο σου: η άρνηση του συμβιβασμού.
Αυτής της ικανότητας που τώρα χάνουμε, να διακρίνουμε καθαρά ανάμεσα στο καλό και στο κακό.
Δεν ξέρουμε πια τι σημαίνει το να αισθάνεσαι ένοχος.
Οι κομμουνιστές έχουν βρει μια δικαιολογία: ο Στάλιν τους εξαπάτησε.
Ο δολοφόνος δικαιολογείται λέγοντας ότι η μητέρα του δεν τον αγαπούσε και ότι ήταν καταπιεσμένος.
Και ξαφνικά, εσύ είπες: «Δεν υπάρχει καμιά δικαιολογία.
Κανένας, μέσα στην ψυχή και στη συνείδηση του, δεν ήταν αθωότερος απ’ τον Οιδίποδα.
Κι όμως, τιμώρησε ο ίδιος τον εαυτό του όταν είδε τι είχε κάνει»».
Θα μπορούσε κανείς να διατυπώσει την ερώτηση με τους εξής όρους: Είναι προτιμότερο να φωνάξει κανείς και να επισπεύσει έτσι το τέλος του; Ή να σιωπήσει και να αγοράσει μια πιο αργή αγωνία;
Υπάρχει μόνο μια απάντηση σ’ αυτές τις ερωτήσεις;
Και πάλι του ήρθε μια ιδέα που ήδη γνωρίζουμε: η ανθρώπινη ζωή είναι μια φορά μονάχα, και δεν θα μπορέσουμε ποτέ να εξακριβώσουμε ποια ήταν η καλή και ποια ήταν η κακή απόφαση, γιατί, σε κάθε περίσταση, δεν μπορούμε ν’ αποφασίσουμε παρά μια φορά μόνον.
Δεν μας έχει δοθεί μια δεύτερη, μια τρίτη, μια τέταρτη ζωή για να μπορούμε να συγκρίνουμε διαφορετικές αποφάσεις.
Milan Kundera – «Η Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι», απόσπασμα
Photo cover:pixabay.com/abstract
Διαβάστε επίσης: