Και να ξαφνικά, ως κεραυνός εν αιθρία, κάτι εξωτικά. Ένα ταξίδι στο Ιράν! Στην Περσία, λίγα χρόνια πριν από την επανάσταση που έφερε τα ισλαμικά ήθη, καταργώντας οτιδήποτε μπορούσε να θυμίζει, τυπικά τουλάχιστον, το παλιό καθεστώς…
«Έχω ακούσει πως πήγες στην Περσία και τραγούδησες στην Περσέπολη για τις φιέστες του Σάχη, με αφορμή τα δυόμισι χιλιάδες χρόνια αφότου ο Κύρος ο Μέγας ίδρυσε την Περσική αυτοκρατορία».
«Πήγα, αλλά αργότερα. Για την περσική Πρωτοχρονιά. Καμιά σχέση δηλαδή με Περσέπολη…»
Εδώ πάλι κάνω μια σφήνα, για να σημειώσω πως ήταν το 1971, όταν ο Σάχης ψιλοάδειασε τα κρατικά ταμεία για να κάνει μια μεγαλειώδη γιορτή στην Περσέπολη, θέλοντας να συνδέσει τη δυναστεία των Παχλεβί με τους Αχαιμενίδες. Κάτι σαν περσική Ολυμπιάδα, στο απείρως πιο χλιδάτο. Μονάρχες, αρχηγοί κρατών, δημοσιογράφοι και διάσημοι σεφ, όπως εκείνοι του παρισινού «Maxim», κατέφθασαν για τις γιορτές: Υπάρχει και σχετική ταινία με αφηγητή τον Όρσον Ουέλς να περιγράφει ότι οι καλεσμένοι έφαγαν ψητά παγόνια παραγεμιστά με φουά γκρα, και αυγά ορτυκιών γεμισμένα με χρυσό χαβιάρι. Δεν γράφτηκε πουθενά πόσοι και αν βαρυστομάχιασαν ή ξετρελάθηκαν με τις υψηλού κιτς παρελάσεις, όμως ο Σάχης, απ” όσα είδα σε σχετικά ντοκιμαντέρ, μάλλον το απολάμβανε, δηλώνοντας στον Κύρο τον Μέγα: «Κοιμήσου, Κύρε, γιατί εμείς είμαστε αφυπνισμένοι…». Βon pour l’Orient…
Και πάμε τώρα στην περσική περιπέτεια της Μαρινέλλας, μερικά χρόνια πριν από την αποκαθήλωση του Σάχη από τον «θρόνο του παγονιού».
«Ήμουν τότε παντρεμένη με τον Βοσκόπουλο και μέναμε στο Παγκράτι. Ένα μεσημέρι χτυπά το τηλέφωνο και ακούω μια ανδρική φωνή στα ελληνικά, όμως με αξάν: «Κυρία Μαρινέλλα, σας τηλεφωνώ εκ μέρους του Αυτοκράτορα της Περσίας. Σας προσκαλεί να τραγουδήσετε…»
» «Βρε, άντε και στο διάολο…» του απαντώ και του κλείνω το τηλέφωνο.
» «Ποιον διαολοστέλνεις;» με ρωτά ο Βοσκόπουλος.
»»Τίποτα. Ένας ηλίθιος, μεσημεριάτικα, μου έκανε φάρσα…»
«Δεν τέλειωσα την κουβέντα και ντριν… πάλι το τηλέφωνο. Το σηκώνω έτοιμη για βρίσιμο. «Συγγνώμη, κυρία Μαρινέλλα καταλαβαίνω ότι ξαφνιαστήκατε, όμως δεν σας κοροϊδεύω Μιλώ σοβαρά. Μην κλείσετε. Τηλεφωνώ από την Πρεσβεία του Ιράν. Ο Αυτοκράτορας…»
»»Τι είναι, βρε, αυτά που λες; Ποιος Φαραώ και ποιος αυτοκράτορας και κουραφέξαλα…»
»»Σας εκλιπαρώ, ακούστε με…»
»Με εκλιπαρούσε να τον ακούσω, ενώ ήμουν έτοιμη να τον στολίσω καταλλήλως. «Ακούστε, κυρία Μαρινέλλα…». Και άκουσα πως ο Σάχης με καλούσε για την Πρωτοχρονιά τους στο θέρετρό του, ένα νησί στον Περσικό Κόλπο που ονομαζόταν Κις…
»“Και πού με ξέρει εμένα ο Σάχης και η Σαχέσα, κύριε; Τι είναι αυτά που λέτε… Ποιο Κις…». Εγώ τα δικά μου… Αλλά αυτός, πολύ σοβαρός, έως και μελοδραματικός μπορώ να πω, μου ανέπτυσσε το σενάριο περί ταξιδιού μου και τα λοιπά και για την αμοιβή, όσα ήθελα… Τελικά με παρακάλεσε να σημειώσω ένα νούμερο τηλεφώνου, για να βεβαιωθώ πως δεν αστειευόταν μαζί μου και πως, αν ευκαιρούσα, να συναντηθούμε αμέσως στην Πρεσβεία για να μιλήσουμε…
»»Κυρία Μαρινέλλα, θα σας διαθέσουμε αεροπλάνο για τη μεταφορά σας, για την ορχήστρα κι ό,τι άλλο χρειάζεστε…». Όλα αυτά στο παρακαλετό και με την υπενθύμιση πως δεν γινόταν να πει όχι στον Αυτοκράτορα.
»»Μα με ποιον μιλάς τόση ώρα;» απόρησε ο Βοσκόπουλος,
»Με τον Σάχη αυτοπροσώπως…» απάντησα. Και για να βεβαιωθώ ότι δεν θα πήγαινα στο τρελάδικο, πετάχτηκα ως το κτίριο όπου στεγαζόταν η Πρεσβεία του Ιράν, αφήνοντας τον Βοσκόπουλο με το παιδί, γιατί η Τζωρτίνα ήταν μικρούλα. Και όντως… Στην Πρεσβεία, εκτός από τον άντρα του τηλεφώνου, με περίμεναν ο Πρέσβης και κάμποσοι παρατρεχάμενοι. Τα είχα λίγο χαμένα.
»»Συγγνώμη, κύριοι, αλλά τι συμβαίνει…». Δεν καταλάβαινα. Όμως οι υπήκοοι του Σάχη είχαν εντολή να με κουβαλήσουν στην Περσία. Μου ξανατόνισαν πως κανένας δεν μπορούσε να πει όχι στον Αυτοκράτορα. Όποιος το τολμούσε, τον έπαιρνε και τον σήκωνε. Κι αυτοί οι κύριοι έτρεμαν μήπως και δεν εκτελεστεί σωστά η διαταγή…»
Το μυστήριο μεταξύ Μαρινέλλας και Σάχη πήρε να λύνεται όταν αναφέρθηκε το όνομα του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου, φίλου του Φρέντυ Σερπιέρη, δηλαδή του πατέρα της κόρης της. Ο Σάχης και ο Κωνσταντίνος, κατά τα φαινόμενα, διατηρούσαν στενές φιλικές σχέσεις και θα περνούσαν μαζί την περσική Σαγέι Πρωτοχρονιά στο νησί Κις. Κι όταν ο Πέρσης μονάρχης, για να ευχαριστήσει τον Κωνσταντίνο και την Άννα-Μαρία, θέλησε να του προτείνουν κάποιους Έλληνες καλλιτέχνες, ο Κωνσταντίνος ζήτησε τη Μαρινέλλα και τον Ντέμη Ρούσσο.
Όλα αυτά καλά κι ωραία, όμως χρειαζόταν προετοιμασία. Λόγω Σάχη, όμως, τα πάντα λύνονταν εύκολα.
«Και τώρα, κυρία Μαρινέλλα, γράψτε μας ένα ποσόν, ότι θέλετε, για την αμοιβή σας…»
«Κι έγραψες, φαντάζομαι, δέκα εκατομμύρια», της λέω γελώντας.
«Είπα ένα ποσό χωρίς να το πολυσκεφτώ. Δεν το κουβέντιασαν δεύτερη φορά και αμέσως πέρασαν τα χρήματα σε έναν λογαριασμό που είχα στην Ελβετία. Όλα έγιναν μέσα σε λιγότερο από μία ώρα».
….Από εκεί και πέρα ξεκίνησε το παραμύθι. Η Μαρινέλλα, ο Στέλιος Ζαφειρίου με το μπουζούκι του, η ορχήστρα και η φωτογράφος Αλίντα Μαυρογένη επιβιβάστηκαν στο μαγικό χαλί και πέταξαν στο «μακρινό το Ιράν». Προσγειώθηκαν στην Τεχεράνη κι από εκεί αναχώρησαν με ειδική πτήση για το νησί Κις, όπου μόνο η αυτοκρατορική οικογένεια και ο πρωθυπουργός είχαν πρόσβαση. Το νησί δεν φημιζόταν για τις ομορφιές του, αλλά εκεί που βρίσκονταν τα καταλύματα των επισήμων όλα ήταν λουλουδιασμένα και εξωτικά με το αυστηρό αυτοκρατορικό πρωτόκολλο. Ποιο λουλούδι θα τολμούσε να μην ανθίσει, παραβαίνοντας τη σχετική εντολή του Σάχη;
Έφτασαν στο Κις κι έτυχαν θερμοτάτης υποδοχής από τον Κωνσταντίνο και την Άννα-Μαρία, αλλά και από την αυτοκράτειρα Φαράχ, γαλλοθρεμμένη και, άκουσον άκουσον, θαυμάστρια της Μαρινέλλας, γιατί η γραμματέας της είχε ρίζες ελληνικές! Οπότε νά πάλι οι συμπτώσεις…
Από πλευρά Περσών, παρούσα ολόκληρη η αυτοκρατορική οικογένεια, ο πρωθυπουργός και άλλα μέλη της κυβέρνησης, ενώ τους κοινούς θνητούς εκπροσωπούσαν μόνο τα δεκάδες άτομα του υπηρετικού προσωπικού. Η Πρωτοχρονιά απαιτούσε επισημότητα. Όλες οι κυρίες έπρεπε να φορούν μακριά τουαλέτα και οι κύριοι κοστούμια με παπιγιόν ή γραβάτα. Όμως το έθιμο –ή κάποιο καπρίτσιο του άρχοντα- απαιτούσε απαξάπαντες να είναι ξυπόλυτοι, εκτός του Σάχη.
Η Μαρινέλλα θυμάται: «Ξυπολυθήκαμε όλοι! Κι έτσι ξυπόλυτη, όπως τα χρόνια που σαν μικρή Κική έτρεχα στον μπαξέ του θείου στη Σαλονίκη, τραγούδησα. Ξυπόλυτος τραγούδησε και ο Ντέμης Ρούσσος, ξυπόλυτη και η Φαράχ, που σιγοτραγούδησε κάποια δικά μου τραγούδια. Έτσι κάπως άναψαν τα κέφια και τα μεράκια. Την ώρα του φαγητού με τοποθέτησαν στο τραπέζι του Σάχη, δίπλα στους εστεμμένους, νυν και τέως. Όσο για το μενού, δεν το συζητώ πόσο ενδιαφέρον ήταν, αν και το επισκίαζαν οι τεράστιες πιατέλες με χαβιάρι μπελούγκα.
»Κι άκου να δεις τώρα τι λαχτάρα περάσαμε από κάτι τελεί ως απροσδόκητο. Ο Στέλιος Ζαφειρίου, προφανώς χωρίς να ξέρει πως είναι αλλεργικός στο χαβιάρι, δεν ξέρω πόσο έφαγε, αλλά έχασε ξαφνικά τις αισθήσεις του. Κατατρομαγμένοι, τον τρέξαμε στον χώρο που διαμορφωνόταν σε κανονικό νοσοκομείο όταν βρισκόταν στο νησί ο Σάχης. Εμείς μέσα στην αγωνία… Και στο “εμείς” συμπεριλαμβάνω τους τέως βασιλείς και τη Φαράχ. Φαντάσου τον Ζαφειρίου στην εντατική μονάδα του Σάχη, να προσπαθούν οι γιατροί να τον συνεφέρουν κι εμάς να μας τρώει η αγωνία. Πού να φανταζόταν ο έρμος ο Ζαφειρίου τέτοια μεγαλεία; Ευτυχώς, ύστερα από ώρες σιγά σιγά συνήλθε και ηρεμήσαμε. Ο αυτοκράτορας είχε ήδη αναχωρήσει για την Τεχεράνη μετά την Πρωτοχρονιά, αφήνοντας εντολή οι φωτογραφίες που τράβηξε η Αλίντα να μη δημοσιευθούν.
»Σχεδόν μια βδομάδα κράτησε το πανηγύρι. Τραγούδησα ό,τι ήταν να πω, αλλά είχαμε και συνέχεια. Γιατί ο Σάχης θέλησε να μου κάνει δώρο ένα αεροπορικό τουρ στις πιο ενδιαφέρουσες πόλεις της Περσίας, για να δω τις ομορφιές της χώρας του. Εγώ, η Αλίντα και δυο τρεις άλλοι ταξιδέψαμε σε μέρη πραγματικά μαγικά. Μνημεία, κήποι και βέβαια φιλοξενία σε υπέροχους χώρους, οι οποίοι ―αυτό κι αν ήταν παράδοξο―, εκτός από το σπέσιαλ σέρβις, περιλάμβαναν και προϊόντα “τεχνητών παραδείσων” σε ανάλογο σκηνικό. Με καταλαβαίνεις… Τα κοιτάζαμε κατάπληκτοι, αλλά ποτέ δεν υπήρξα ούτε κατ’ ιδέαν χρήστης τέτοιων πραγμάτων. Το ταξίδι, πάντως, ήταν μια δυνατή και αλησμόνητη εμπειρία, κυρίως με τον τρελό τρόπο που έγινε.
»Επιστρέφοντας, τα διηγιόμουν στον Βοσκόπουλο που του τρέχαν τα σάλια με τα χαβιάρια και τα άλλα… νηστίσιμα της Περσίας. Φαντάζομαι πως το νησί Κις ακόμη θα βρίσκεται στη θέση του, παρά τις τόσες και τόσες ανατροπές στο Ιράν».
«Ο Σάχης πώς σε αντιμετώπισε;» τη ρωτώ. «Είχε κανονική επαφή με τους ανθρώπους, μετά από τόσο αυτοκρατορικό μεγαλείο;»
«Ήταν προσηνής, θα έλεγα, και πάρα πολύ γοητευτικός σαν άντρας…»
Κι έτσι η Περσία και τα μεγαλεία των Μήδων έγιναν μια περιπετειώδης ανάμνηση…
*Απόσπασμα από το βιβλίο του Γιάννη Ξανθούλη, Μαρινέλλα – Οι νύχτες που έγιναν μεσημέρια.
Πηγή:dioptra.gr
Διαβάστε επίσης: