Ο Άλμπερτ Αϊνστάιν, πέρα από τα τόσα επιστημονικά επιτεύγματα, είχε προχωρήσει και στην ανάλυση πολλών φιλοσοφικών ζητημάτων που απασχολούσαν τον άνθρωπο, όπως η ευτυχία.
Μάλιστα, είχε ανακαλύψει τη λεγόμενη θεωρία της ευτυχίας και το πώς να επιτύχει την ικανοποίηση και την ψυχική ηρεμία. Ωστόσο, δεν κατάφερε ποτέ να την εφαρμόσει στην προσωπική του ζωή, καθώς όπως λέγεται ο ίδιος ήταν ιδιόρρυθμος, ενώ είχε προκαλέσει μεγάλο πόνο στην οικογένειά του, όταν εγκατέλειψε τη σύζυγό του και τα δύο τους παιδιά για να παντρευτεί την πρώτη του εξαδέλφη. Μάλιστα, οι δύο γιοι του μεγάλωσαν δυστυχισμένα, με τον μικρότερο να ζει τα τελευταία 35 χρόνια της ζωής του, κλεισμένος σε ίδρυμα καθώς είχε διαγνωστεί με σχιζοφρένεια.
Ο σχιζοφρενής γιος ήταν το “άλυτο πρόβλημα” του Αϊνστάιν
Ο Άλμπερτ Αϊνστάιν δεν κατάφερε στην πράξη να κάνει ευτυχισμένους τους ανθρώπους δίπλα του και δη την οικογένειά του. Όμως, και ο ίδιος δεν ήταν πραγματικά ευτυχισμένος, καθώς ο μικρότερος γιος του, Έντουαρντ υπέφερε από σχιζοφρένεια. «Ο γιος μου είναι το μοναδικό πρόβλημα που παραμένει άλυτο», είχε πει ο σπουδαίος επιστήμονας.
Ο Έντουαρντ γεννήθηκε στις 28 Ιουλίου 1910 από τον πρώτο γάμο του Αϊνστάιν με τη Μίλεβα Μάριτς. Το ζευγάρι γνωρίστηκε ενώ σπούδαζε στο Πολυτεχνικό Ινστιτούτο της Ζυρίχης και ερωτεύτηκαν, παρόλο που εκείνη ήταν τέσσερα χρόνια μεγαλύτερή του. Εκτός από τον Έντουαρντ είχαν αποκτήσει κι έναν μεγαλύτερο γιο, τον Χανς.
Ο νεαρός Αϊνστάιν, που τον αποκαλούσαν στοργικά «Tete» , ήταν ένα άρρωστο παιδί και συχνά δεν μπορούσε να ακολουθεί την οικογένεια σε εξόδους. Είχε ενδιαφέρον για την ποίηση και τη μουσική και λέγεται ότι ήταν εντυπωσιακά καλός μαθητής. Το 1914 το ζευγάρι χώρισε, καθώς ο Αϊνστάιν είχε εξωσυζυγική σχέση με την ξαδέρφη του, Έλσα Λόβενταλ την οποία και παντρεύτηκε.
Μετά τον χωρισμό, η Μιλέβα και τα παιδιά επέστρεψαν στη Ζυρίχη. Ακολουθώντας τα βήματα του πατέρα του, ο Έντουαρντ γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης, με όνειρα να γίνει ψυχίατρος. Σύμφωνα με τους καθηγητές του, ήταν ένας πολλά υποσχόμενος φοιτητής ιατρικής.
Κατά τη διάρκεια των σπουδών του, όμως, βίωσε μια καθοδική πορεία, η οποία είχε ως αποτέλεσμα να κάνει απόπειρα αυτοκτονίας το 1930. Τα προβλήματα ψυχικής υγείας που ακολούθησαν οδήγησαν σε επίσημη διάγνωση σχιζοφρένειας όταν ήταν 21 ετών. Μόλις δύο χρόνια αργότερα, θα βιώσει την πρώτη από τις πολλές ιδρυματοποιήσεις.
Η διάγνωση του Έντουαρντ απέλπισε τον πατέρα του. Μοιράστηκε τα συναισθήματά του σε μια επιστολή του σε συνάδελφό του, όπου έγραψε: «Η κατάσταση του μικρού μου αγοριού με καταθλίπτει πολύ. Είναι αδύνατο να γίνει ένας πλήρως ανεπτυγμένος άνθρωπος». Πίστευε ότι η πάθηση ήταν κληρονομική από την οικογένεια της Μιλέβα, αλλά αυτό δεν τον ανακούφισε από την ενοχή και τη θλίψη του για τη διάγνωση.
Δεν είδε ξανά τα παιδιά του
Όταν ήρθε στην εξουσία το Ναζιστικό Κόμμα, θεσπίζονταν αντισημιτικοί νόμοι κι έτσι ο Αϊνστάιν και η Έλσα μετακόμισαν στην Αμερική. Πριν φύγει, επισκέφτηκε τον γιο του στο ίδρυμα για τελευταία φορά.
Από τότε δεν συναντήθηκαν ξανά, κρατούσαν, όμως, τακτική αλληλογραφία. Τη φροντίδα του Έντουαρντ είχε αναλάβει η μητέρα του, μέχρι τον θάνατό της το 1948. Μετά από αυτό, ο Έντουαρντ μπήκε μόνιμα σε ψυχιατρικό ίδρυμα, όπου πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του. Λέγεται πως σε ένα από τα ψυχωτικά του παραληρήματα, είχε κατηγορήσει τον πατέρα του πως εκείνος έφταιγε για όλη τη δυστυχία που περνούσε και πως τον μισούσε γι’ αυτό. Ο Έντουαρντ πέθανε τον Οκτώβριο του 1965 σε ηλικία 55 ετών, με αιτία θανάτου το εγκεφαλικό.
Όμως και ο μεγαλύτερος γιος του Αϊνστάιν, ο Χανς αν και φαινομενικά είχε μία καλύτερη ζωή, δεν κατάφερε κι εκείνος να βρει την πραγματική ευτυχία. Επαγγελματικά, σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Ζυρίχης, πολιτικός μηχανικός και γνώρισε μεγάλη καταξίωση.
Η προσωπική του ζωή σημαδεύτηκε από τραγωδίες. Ο Χανς παντρεύτηκε και απέκτησε τρία παιδιά, όμως, τα δύο πέθαναν σε πολύ μικρή ηλικία. Με τον πατέρα του είχε κι εκείνος αλληλογραφία, αλλά δεν του συγχώρησε ποτέ το γεγονός ότι τους εγκατέλειψε. Ένιωθε πως τους είχε απορρίψει, ειδικά μετά την εγκατάστασή του στην Αμερική και που στην ουσία – πέρα από τα γράμματα – δεν προσπάθησε ποτέ να έχει ουσιαστική επικοινωνία με τα παιδιά του.
Όμως, όπως και ο αδελφός του, θαύμαζε πολύ τον πατέρα του και το γεγονός ότι μεγάλωσε χωρίς την πατρική φιγούρα, ήταν κάτι που τον πλήγωνε πάντα.