Τριάντα τέσσερα χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από την ημέρα που έφυγε από τη ζωή ο Γιάννης Ρίτσος, ο ποιητής της Ρωμιοσύνης με τη διεθνή ακτινοβολία και την αγωνιστική φύση.
«Σπούδασα ιστορία του παρελθόντος και του μέλλοντος στην σύγχρονη σχολή του αγώνα», έγραφε ο Γιάννης Ρίτσος. Εξάλλου, από πολύ νωρίς, έδειξε την αγωνιστική του έφεση και την επαναστατική του φύση που τον οδήγησαν στην προσχώρηση του κινήματος των «Πρωτοπόρων» και κατόπιν, το 1942, στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, ενώ έγινε μέλος και του Κ.Κ.Ε.
Αργότερα αρχίζουν οι εξορίες στη Λήμνο, στη Μακρόνησο και στον Άγιο Ευστράτιο. Κατά τη διάρκεια της χούντας των Συνταγματαρχών εξορίστηκε και πάλι, αρχικά στη Γυάρο και κατόπιν στη Λέρο. Ήταν, όμως, και ένας αγωνιστής της ζωής και από νεαρή ηλικία βρέθηκε να παλεύει με τη φυματίωση, περνώντας μέρος των δημιουργικών του χρόνων στα σανατόρια, ενώ οι οικογενειακές συμφορές διαδέχονταν η μία την άλλη. Και όμως, όλα αυτά τα προσωπικά, κοινωνικά και πολιτικά ερεθίσματα αποτέλεσαν για τον Γιάννη Ρίτσο μια ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης για την ποίησή του.
Πηγή έμπνευσης για τον μεγάλο μας ποιητή στάθηκε και το μοιρολόι μιας χαροκαμένες μάνας πάνω από το άψυχο σώμα του γιου της. «Γιέ μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου», τα λόγια αυτά της μάνας, μαχαιριά στην καρδιά όλων και περισσότερο στου Ρίτσου, ο οποίος με αφορμή αυτό το τραγικό γεγονός, έγραψε τον εμβληματικό «Επιτάφιο».
Πρόκειται για ένα από τα πιο γνωστά του ποιήματα κι εκείνο το ποίημα που τον έκανε γνωστό στο ελληνικό κοινό. Δημοσιεύθηκε στις 8 Ιουνίου του 1936, από το εκδοτικό της εφημερίδας Ριζοσπάστης. Ο τίτλος τους: Μοιρολόι, στις 12 Μάη του 1936. Τα 10.000 χιλιάδες αντίτυπα που κυκλοφόρησαν, ένας αριθμός ρεκόρ, για την εποχή.
Εκείνη την περίοδο όμως, ανακηρύχθηκε δικτάτορας ο Ιωάννης Μεταξάς και κάηκαν τα τελευταία 250 εναπομείναντα αντίτυπα στους Στύλους του Ολυμπίου Διός. Το 1956, εκδόθηκε η οριστική μορφή του ποιήματος, η οποία περιλαμβάνει και τα 20 άσματα του Επιταφίου- έξι δηλαδή περισσότερα από αυτά που περιείχε η εκδοτική του Ριζοσπάστη το 1936.
Η συγκλονιστική ιστορία πίσω από τον Επιτάφιο του Γιάννη Ρίτσου
Το 1936, γίνεται σταδιακά στη Θεσσαλονίκη μαζική απεργία. Μια από τις διάσπαρτες συγκεντρώσεις των απεργών ήταν στη διασταύρωση Εγνατίας και Βενιζέλου. Τότε, αιφνιδιαστικά, αστυνομικοί, αρχίζουν να πυροβολούν προς τη συγκέντρωση. Ο απολογισμός τραγικός: 12 νεκροί και πολλοί τραυματίες. Οι απεργοί αντιδρούν και αυτό που επακολουθεί είναι απερίγραπτο.
Την επόμενη μέρα η εφημερίδα Ριζοσπάστης, αφιερώνει το εξώφυλλο του για αυτά τα γεγονότα. Η φωτογραφία στο εξώφυλλο ανατριχιαστική… μια μάνα που έχασε τον γιο της, από πυρά χωροφυλάκων, θρηνεί πάνω από το άψυχο σώμα του που κείτεται στην άσφαλτο.
Ο Γιάννης Ρίτσος, βλέποντας την επόμενη μέρα τη φωτογραφία στον Ριζοσπάστη, συγκλονισμένος κλείνεται στη σοφίτα του, στην οδό Μεθώνης 30 και και γράφει τον Επιτάφιο. Επί δύο μερόνυχτα έγραφε χωρίς σταματημό, δεν είχε καν κοιμηθεί και φάει. Την τρίτη μέρα, εξαντλημένος σωματικά και ψυχικά ολοκληρώνει το ποίημα που έμελλε να μείνει αθάνατο.
Ο Γιάννης Ρίτσος νιώθει την ανάγκη να προλογίσει το ποίημά του. Ενημερώνει το αναγνωστικό κοινό τόσο για την πηγή έμπνευσής τους αλλά και τι θα ακολουθήσει:
«Θεσσαλονίκη. Μάης τοῦ 1936. Μιὰ μάνα, καταμεσὶς τοῦ δρόμου, μοιρολογάει τὸ σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της καὶ πάνω της, βουΐζουν καὶ σπάζουν τὰ κύματα τῶν διαδηλωτῶν – τῶν ἀπεργῶν καπνεργατῶν. Ἐκείνη συνεχίζει τὸ θρῆνο της», γράφει ο ποιητής.
Ο Επιτάφιος γίνεται σύμβολο αντίστασης… Ο Ρίτσος αποφασίζει να στείλει ένα αντίτυπο στον Μίκη Θεοδωράκη που τότε βρισκόταν στο Παρίσι, ο οποίος το μελοποιεί και το 1960 μπαίνει στο στούντιο, στην Αθήνα. Ο Μάνος Χατζιδάκις αναλαμβάνει την ενορχήστρωση, ενώ διευθύνει την ορχήστρα. Για την ερμηνεία του επιλέγει τη μελωδική φωνή της Νάνας Μούσχουρη.
Ο Επιτάφιος
“Γιέ μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου,
πουλάκι της φτωχιάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου,
πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω
και δε σαλεύεις, δε γρικάς τα που πικρά σου λέω;
Γιόκα μου, εσύ που γιάτρευες κάθε παράπονό μου,
Που μάντευες τι πέρναγα κάτου απ` το τσίνορό μου,
τώρα δε με παρηγοράς και δε μου βγάζεις άχνα
και δε μαντεύεις τις πληγές που τρώνε μου τα σπλάχνα;
Πουλί μου, εσύ που μου φερνες νεράκι στην παλάμη
πώς δε θωρείς που δέρνουμαι και τρέμω σαν καλάμι;
Στη στράτα εδώ καταμεσίς τ΄ άσπρα μαλλιά μου λύνω
και σου σκεπάζω της μορφής το μαραμένο κρίνο.
Φιλώ το παγωμένο σου χειλάκι που σωπαίνει
κι είναι σα να μου θύμωσε και σφαλιγμένο μένει.
Δε μου μιλείς κι η δόλια εγώ τον κόρφο δες, ανοίγω
και στα βυζιά που βύζαξες τα νύχια, γιέ μου μπήγω