«Αν οι άνθρωποι με θεωρούν όμορφο, νιώθω κολακευμένος και πρέπει να ευχαριστήσω τους γονείς μου γι’ αυτό. Ρεαλιστικά, δεν βλάπτει να είσαι όμορφος, ειδικά σε αυτή τη δουλειά», είχε πει κάποτε ο Ρίτσαρντ Τσάμπερλεϊν, ένας από το ομορφότερους -κατά γενική ομολογία – ηθοποιούς που πέρασαν ποτέ από τη μεγάλη, αλλά και μικρή οθόνη.
Εξάλλου, ο Ρίτσαρντ Τσάμπερλεϊν που έφυγε από τη ζωή το Σάββατο (29/3) στα 90 του χρόνια, εκτός από όμορφος, ήταν και ένας σημαντικός ηθοποιός που δεν άφησε την εξωτερική του εμφάνιση να σταθεί τροχοπέδη στο υποκριτικό του ταλέντο, με το κοινό και τους κριτικούς να υποκλίνονται στην καλλιτεχνική του αξία. Δεν είναι κι εύκολο να το πετύχεις αυτό, να μη μένει δηλαδή ο κόσμος μόνο στην εικόνα και να βλέπει πέρα από αυτήν.
Αλλά για τον Τσάμπερλεϊν δεν ήταν αυτό το πιο δύσκολο πράγμα που είχε να αντιμετωπίσει στη ζωή του, μέχρι τα 70 του χρόνια. Το πιο δύσκολο για εκείνον, ήταν να κρύβει επιμελώς την ομοφυλοφιλία του, καθώς ήξερε πως οι σεξουαλικές του προτιμήσεις θα έβλαπταν την καριέρα του. Γιατί οι ρόλοι που καλούνταν να ενσαρκώσει – και το έκανε με μεγάλη επιτυχία – ήταν κυρίως αυτοί του «σκληροτράχηλου» άνδρα ή του άνδρα που ονειρεύονταν όλες οι γυναίκες, πότε σαν Κόμης Μοντεχρήστο και κυρίως πότε σαν «ιερέας Φρανκ» στα «Πουλιά πεθαίνουν τραγουδώντας». Ο απαγορευμένος τηλεοπτικός έρωτας που έγραψε ιστορία.

Όμως, ο ηθοποιός για πάρα πολλά χρόνια, ζούσε τον δικό του «απαγορευμένο» έρωτα, καθώς δεν έπρεπε να μαθευτεί ότι είναι ομοφυλόφιλος. Το παραδέχτηκε ανοιχτά στα 70 του χρόνια, όταν αποφάσισε να ρίξει φως στα άγνωστα μονοπάτια της ζωής του μέσα από την αυτοβιογραφία του «Shattered Love». Η δημόσια παραδοχή σόκαρε λιγότερο απ’ ότι και ο ίδιος φανταζόταν. Ίσως γιατί επί χρόνια αιωρείτο η φήμη για τις σεξουαλικές του προτιμήσεις, ίσως γιατί ήταν πια μεγάλος και σε μια εποχή που ο κόσμος αγκάλιαζε τη διαφορετικότητα. «Το να ζεις σαν να είσαι κάποιος άλλος, για μεγάλο χρονικό διάστημα, δεν είναι καθόλου διασκεδαστικό», είχε πει απελευθερωμένος πια από το μυστικό που κουβαλούσε.
Ο Κόμης Μοντεχρήστο και ο Shogun «γέννησαν» ένα τηλεοπτικό είδωλο
Η καριέρα του ξεκίνησε στα 60’s πρωταγωνιστώντας στη σειρά Dr. Kildare, μιας από τις πρώτες ιατρικές δραματικές της τηλεόρασης. Όμως, το μεγάλο «μπαμ» το έκανε τη δεκαετία του ’80 πρωταγωνιστώντας σε σειρές που θριάμβευσαν σε τηλεθέαση και τον έχρισαν «Βασιλιά της μικρής οθόνης».
Προηγουμένως, το 1975 είχε προκαλέσει αίσθηση στον ρόλο του «Κόμη Μοντεχρήστο». Η τηλεταινία γνώρισε μεγάλη επιτυχία, μνημονεύεται μέχρι και σήμερα, ανοίγοντας στον Ρίτσαρντ Τσάμπερλεϊν τον δρόμο προς την κορυφή. Επόμενος, τηλεοπτικός σταθμός ήταν η μίνι σειρά Shōgun του 1980. Υποδύθηκε τον Τζον Μπλάκθορν, έναν Άγγλο ναυτικό που ναυαγεί στην Ιαπωνία του 17ου αιώνα και βρίσκεται παγιδευμένος στις πολιτικές και πολιτισμικές συγκρούσεις των Σαμουράι. Ο χαρακτήρας του βασίζεται στον πραγματικό ναυτικό Γουίλιαμ Άνταμς, έναν από τους πρώτους Δυτικούς που έγινε Σαμουράι.

Ο ίδιος είχε παραδεχτεί ότι χρειάστηκε να παλέψει για να πάρει τον ρόλο, καθώς πολλοί στο Χόλιγουντ τον θεωρούσαν «πολύ όμορφο» για να υποδυθεί έναν σκληροτράχηλο ναυτικό. Το Shōgun γυρίστηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου στην Ιαπωνία και ήταν μια πρωτόγνωρη τηλεοπτική παραγωγή τόσο από άποψη μπάτζετ όσο και κινηματογραφικής αισθητικής. Η σειρά προβλήθηκε σε πέντε επεισόδια καθηλώνοντας περισσότερους από 120 εκατομμύρια τηλεθεατές στις ΗΠΑ, ενώ παίχτηκε σε πολλές χώρες του εξωτερικού, γνωρίζοντας εξίσου μεγάλη επιτυχία. Μάλιστα, ο Τσάμπερλεϊν κέρδισε Χρυσή Σφαίρα Καλύτερου Ηθοποιού για την ερμηνεία του, ενώ η σειρά απέσπασε τρία βραβεία Emmy και άλλα τρία βραβεία Χρυσής Σφαίρας.
«Τα πουλιά πεθαίνουν τραγουδώντας» που άλλαξαν την τηλεόραση
Τρία χρόνια αργότερα, ήρθε για τον Τσάμπερλεϊν ο ρόλος που έμελλε να σημαδέψει την καριέρα του και να τον «εγκλωβίσει» σε προσωπικό επίπεδο. Ο γοητευτικός ηθοποιός πρωταγωνιστεί στα «Πουλιά πεθαίνουν τραγουδώντας» στον ρόλο του καθολικού ιερέα Ραλφ ντε Μπρικασάρ, ο οποίος βρέθηκε ανήμπορος και διχασμένος ανάμεσα στον παράνομο έρωτά του για την Μέγκι Κλίρι (Ρέιτσελ Γουόρντ) και τους εκκλησιαστικούς του όρκους.

Όπως είχε παραδεχτεί ο ίδιος, ήταν μία από τις πιο σημαντικές δουλειές της καριέρας του και ο ρόλος του ιερέα «Ραλφ ντε Μπρικασάρ» ήταν ένας από τους πιο ενδιαφέροντες και απαιτητικούς χαρακτήρες που ερμήνευσε ποτέ. Ο Τσάμπερλεϊν έφερε μια νέα διάσταση, παρουσιάζοντας έναν άνθρωπο που πάλευε με τις αδυναμίες του, έναν χαρακτήρα που δεν ήταν ούτε απόλυτα ακέραιος, ούτε όμως και διεφθαρμένος. Ο ιερέας Ραλφ βρισκόταν σε μία μεγάλη εσωτερική πάλη και ο ηθοποιός κατάφερε να την αποδώσει με τέτοιο τρόπο, που συγκίνησε εκατομμύρια τηλεθεατές.
Τα Πουλιά πεθαίνουν τραγουδώντας, προβλήθηκαν σε τέσσερα επεισόδια, «σπάζοντας» τα ρεκόρ τηλεθέασης. Μάλιστα, τα τρία από τα τέσσερα επεισόδια μέχρι και σήμερα βρίσκονται ανάμεσα στα 10 επεισόδια που έχουν συγκεντρώσει την μεγαλύτερη τηλεθέαση στην ιστορία της αμερικανικής τηλεόρασης. Και η σειρά αυτή απέσπασε πολλές διακρίσεις, μεταξύ των οποίων Χρυσές Σφαίρες και Emmy. Ο Τσάμπερλεϊν προτάθηκε για Emmy και κέρδισε τη Χρυσή Σφαίρα Καλύτερου Ηθοποιού.
Μετά τη σαρωτική αυτή επιτυχία, ο Ρίτσαρντ Τσάμπερλεϊν πέταξε τα τηλεοπτικά άμφια και φόρεσε το κοστούμι του πράκτορα, πρωταγωνιστώντας στην τηλεοπτική ταινία The Bourne Identity (Χωρίς ταυτότητα) το 1988. Υποδύθηκε τον Jason Bourne, έναν άνδρα που ανακαλύπτει ότι έχει αμνησία και προσπαθεί να ανακτήσει τη μνήμη του, ενώ παράλληλα καταδιώκεται από μυστικές υπηρεσίες και εχθρούς που δεν θυμάται καν. Πολλά χρόνια μετά, τον τον Bourne ενσάρκωσε στον κινηματογράφο ο Ματ Ντέιμον, και η σύγκριση ήταν αναπόφευκτη και όχι υπέρ του νεαρού ηθοποιού, αφού και αυτόν τον ρόλο τον είχε «σφραγίσει» ο προκάτοχός του.

Όταν παραδέχτηκε την ομοφυλοφιλία του
Σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, ακόμα και όταν ήταν στα φώτα της δημοσιότητας, ο Ρίτσαρντ Τσάμπερλεϊν διατηρούσε χαμηλό προφίλ και ποτέ δεν είχε απασχολήσει με την προσωπική του ζωή. Ο άνδρας που είχαν ερωτευτεί όλες οι γυναίκες, παρέμενε «αιώνια» εργένης και αυτή η ελευθερία τον έκανε ακόμα πιο επιθυμητό.
Μόνο ο ίδιος και οι πολύ δικοί του άνθρωποι γνώριζαν το μυστικό του που φρόντιζε να το κρατά ως επτασφράγιστο. Οι περισσότεροι ρόλοι του είχαν να κάνουν με αρρενωπούς άνδρες και για τον ίδιο εκείνη την εποχή που μεσουρανούσε, το να παραδεχτεί ότι είναι ομοφυλόφιλος, θα ήταν καταστροφικό για την καριέρα του.
Το 2003, στην ηλικία των 70 ετών, στην αυτοβιογραφία του αποκάλυψε τους λόγους που τον οδήγησαν να κρατά μυστική τη σεξουαλική του ταυτότητα. «Όταν είσαι ομοφυλόφιλος τις δεκαετίες του 30, του 40 και του 50, όχι απλά δεν είναι εύκολο, αλλά είναι αδύνατον», είχε δηλώσει στην εφημερίδα New York Times το 2014. «Θεωρούσα ότι μου συνέβαινε κάτι πολύ λάθος. Ακόμη και όταν έγινα διάσημος, αυτό υπήρχε», είχε συμπληρώσει.
Σε συνέντευξή του το 2019, παραδέχτηκε ότι η ανακούφιση ήταν τεράστια όταν παραδέχτηκε την ομοφυλοφιλία του στην αυτοβιογραφία του. «Πλέον μου έφυγαν οι φόβοι. Ήταν μια καταπληκτική εμπειρία. Ο κόσμος ήταν ανοιχτός, φιλικός, γλυκός», είχε πει.
Μιλώντας στο Fox News Digital το 2022, είχε αναφερθεί ξανά στα απομνημονεύματα του. «Έπρεπε να είμαι πολύ προσεκτικός. Τα περιοδικά έκαναν πολλές συνεντεύξεις και το υποψιάζονταν κάπως. Μου έκαναν ερωτήσεις όπως “Πότε θα παντρευτείς και θα κάνεις παιδιά;” και εγώ έλεγα, “Όχι ακόμα. Είμαι τρομερά απασχολημένος”. Έπρεπε να προσέχω για πολύ καιρό».
Στη συνέχεια της ίδιας συνέντευξής, ο ηθοποιός είχε αναφέρει πως η προσπάθειά του να κρύβει τη σεξουαλικότητά του γρήγορα του έγινε συνήθεια, με αποτέλεσμα να περνούν τα χρόνια και εκείνος να συνεχίζει να κρατά κρυφές τις ερωτικές σχέσεις του.
«Το συνήθισα τόσο πολύ που ήταν συνηθισμένο να είμαι προσεκτικός και σε επιφυλακή σε ορισμένες περιπτώσεις. Θα ήμουν πιο χαρούμενος αν ήμουν ελεύθερος. Ήμουν όμως ηθοποιός και αυτό είναι αυτό που ήθελα από αυτή τη ζωή», τόνισε.
Ο Ρίτσαρντ Τσάμπερλεϊν είχε σχέση επί 30 χρόνια με τον ηθοποιό και συγγραφέα Μάρτιν Ράμπετ, με τον οποίο χώρισε το 2010 αλλά παράμεινε στενός του φίλος. Ήταν, άλλωστε εκείνος που συντετριμμένος ανακοίνωσε την είδηση του θανάτου του ηθοποιού.