Αυτός ο πυρήνας από σκοτάδι μπορούσε να πάει οπουδήποτε, γιατί κανένας δεν τον έβλεπε. Δεν μπορούσαν να τον εμποδίσουν, σκεφτόταν με αγαλλίαση. Υπήρχε ελευθερία, υπήρχε γαλήνη, υπήρχε, πιο καλοδεχούμενο απ’ όλα, μια συγκέντρωση, μια ανάπαυση σε μια θέση σταθερότητας.
Έβρισκες ανάπαυση όχι όταν ήσουν ο εαυτός σου, το ‘ξερε από δική της εμπειρία (κατάφερε εδώ κάτι επιδέξιο με τις βελόνες της), μα όταν γινόσουν μια σφήνα από σκοτάδι.
Χάνοντας την προσωπικότητά σου, έχανες τον εκνευρισμό, τη βιασύνη, την κίνηση· κι εκεί της ανέβαινε στα χείλη πάντα ένα επιφώνημα θριάμβου απέναντι στη ζωή, όταν όλα έφταναν σ’ αυτή τη γαλήνη, αυτή την ανάπαυση, αυτή την αίσθηση της αιωνιότητας· και σταματώντας εκεί γύρεψε με τα μάτια να συναντήσει τη φωτεινή ακτίνα του Φάρου, τη μακριά σταθερή φωτεινή ακτίνα, την τελευταία απ’τις τρεις, που ήταν δική της ακτίνα, γιατί, όταν κοιτούσες με αυτή τη διάθεση πάντα αυτή την ώρα, δεν μπορούσες να μην δεθείς ιδιαίτερα μ’ένα απ’τα πράγματα που έβλεπες· κι αυτό το πράγμα, η μακριά σταθερή ακτίνα, ήταν η δική της ακτίνα.
Συχνά έπιανε τον εαυτό της να κάθεται και να κοιτάζει, με τη δουλειά της στο χέρι ώσπου η ίδια γινόταν το πράγμα που κοιτούσε – εκείνο το φως ας πούμε. Κι έφερνε μαζί του μια κάποια φρασούλα που τύχαινε να την έχει στο μυαλό της – » Τα παιδιά δεν ξεχνούν, τα παιδιά δεν ξεχνούν»…
Βιρτζίνια Γουλφ, “Μέχρι το φάρο”, απόσπασμα