Ο Γιώργος Ζαμπέτας ήταν ο άνθρωπος που έβαλε το μπουζούκι στα σαλόνια, και λατρεύτηκε από τον κόσμο κάθε ηλικίας, απ’ όλες τις κοινωνικές τάξεις. Αθυρόστομος, Αριστοφανικός και μάγκας.
Ο μεγάλος μαέστρος, ο οποίος γεννήθηκε σαν σήμερα, 25 Ιανουαρίου του 1925, έχει αφήσει τη δική του κληρονομιά και μεγάλη ιστορία στο ελληνικό τραγούδι. Η δεκαετία του ’60 αποτελεί για εκείνον “χρυσή” εποχή. Τότε έγραψε μερικά από τα σημαντικότερα τραγούδια του και ανέδειξε μεγάλες λαϊκές φωνές, ανάμεσα τους τη Βίκυ Μοσχολιού.
Οι επιτυχίες διαδέχονται η μία την άλλη. «Τα δειλινά», «Δεν έχει δρόμο να διαβώ», ενώ κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’70, ο Γιώργος Ζαμπέτας κάνει στροφή στη σάτιρα υπό μορφή σόου, με τις γνωστές του επιτυχίες «Ο πενηντάρης», «Μάλιστα κύριε». Ακούγεται, όμως, πολύ κι ένα άλλο τραγούδι του, το “Που’ σαι Θανάση”.

Η παρεξήγηση με τον Θανάση
Ένα τραγούδι που γνώρισε μεγάλη επιτυχία, αλλά γύρω από αυτό δημιουργήθηκε και μια μεγάλη παρεξήγηση. Ποιος ήταν ο Θανάσης που αναρωτιόταν ο μεγάλος Ζαμπέτας; Κάποιοι πίστευαν πως ήταν υπαρκτό πρόσωπο και μάλιστα μέχρι και σήμερα υπάρχει η παρανόηση πως ήταν ένας θαμώνας του κέντρου που εμφανιζόταν ο Ζαμπέτας. Και όταν εκεινος σταμάτησε να εμφανίζεται στο μαγαζί, ο Ζαμπέτας είχε ρωτήσει το κοινό αν ξέρει “που είναι ο Θανάσης”. Ο Μπάμπης Βασιλειάδης ή «Τσάντας». που ήταν εκεί, το άκουσε κι έγραψε έτσι το τραγούδι.
Αλλά η πραγματικότητα, μάλλον είναι διαφορετική. Το 1972 ο Γιώργος Ζαμπέτας επιστρέφει από μια μεγάλη περιοδεία στην Αμερική. Με την επιστροφή του μαθαίνει τα κακά μαντάτα. Ο καλός του φίλος Μπάμπης Βασιλειάδης ή «Τσάντας» -που έχει γράψει το «Ο πιο καλός ο μαθητής»- είχε φύγει από τη ζωή. Ήταν εκείνος που του είχε πει μια ιστορία για κάποιον Θανάση.
Ο Ζαμπέτας πηγαίνει να συλλυπηθεί τη χήρα του Βασιλειάδη. Εκείνη, όπως εξιστορεί ο ίδιος ο Ζαμπέτας, του έδωσε ένα χαρτάκι με στίχους. Ήταν οι στίχοι του «που’σαι Θανάση». Ήταν η τελευταία επιθυμία του στιχουργού να γίνει τραγούδι. Ο Γιώργος Ζαμπέτας «έντυσε» τους στίχους με τη μουσική που όλοι γνωρίζουμε μέχρι σήμερα.